Ταυτόχρονα με τις «μεγάλες» ιστορίες και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν και οι «μικρές» ιστορίες οι οποίες διαδραματίζονται υπό την ομπρέλα των «μεγάλων» ιστορικών γεγονότων. Άλλοτε προσυπογράφουν και άλλοτε διαψεύδουν τις «μεγάλες» ιστορίες. Συνήθως οι «μεγάλες» ιστορίες είναι ευάλωτες στην παραποίηση και την μεθόδευση και επιλέγονται ως «μεγάλες» ανάλογα με τον πολιτικό σκοπό που πρόκειται να υπηρετήσουν. Οι «μικρές», από την άλλη, συνήθως παραμένουν αλώβητες από κάθε είδους πολιτική εκμετάλλευση και πάντα μέσα τους εμπεριέχουν συμπυκνωμένη, ολόκληρη και αναλλοίωτη την αλήθεια ενός οποιουδήποτε «μεγάλου» ιστορικού γεγονότος.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο θα παρουσιαστεί η «μικρή» ιστορία ενός ιερομόναχου του Γεράσιμου Παπαδόπουλου, που έζησε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821 και υπήρξε ένθερμος ενάντιός της. Υπήρξε αντιπρόσωπος της πόλης της Καλαμάτας στη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, γεγονός που φανερώνει την επιρροή που είχε στην πόλη. Η συμμετοχή ενός τέτοιου ανθρώπου στην Β΄ Εθνοσυνέλευση φανερώνει και το κλίμα που επικρατούσε σε αυτήν, που κατέληξε στον εμφύλιο. Η στάση του και ο λόγος του, όπου ο ίδιος έχει αποτυπώσει σε βιβλίο του, φανερώνουν την αρνητικότητά του απέναντι στην επανάσταση. Η στάση του αντικατοπτρίζει την αρνητικότητα της εκκλησίας, του κλήρου σε μεγάλο βαθμό, καθώς και όσων είχαν βολευτεί οικονομικά και συναλλάσσονταν μια χαρά με τις οθωμανικές αρχές. Ο συγκεκριμένος ιερομόναχος εκφράζει και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά, καθώς εκτός από ιερομόναχος ήταν και επιχειρηματίας, αφού κατείχε κτήματα, ένα γυναικείο μοναστήρι, ακίνητα και 27 εργαστήρια επεξεργασίας μεταξιού. Μάλιστα η φήμη που απέκτησε η Καλαμάτα για τα μεταξωτά υφαντά της, εξ ού και το δημοτικό τραγούδι «Μαντήλι Καλαματιανό», ήταν λόγω της έντονης επιχειρηματικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου ιερομόναχου, που εκτίναξε την παραγωγή μεταξιού, κάνοντας την Καλαμάτα γνωστή για τα μεταξωτά μαντήλια της.
Η ανάπτυξη της μεταξουργίας. Από την οικοτεχνία στην βιοτεχνία.
Έτσι, λοιπόν, ο ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1763 στην Ζατούνα Αρκαδίας. Ήταν παιδί πλούσιας οικογένειας εμπόρων που είχαν τις δραστηριότητες τους στην Καλαμάτα, αλλά και υποκατάστημα στην Κριμαία, όπου το διεύθυνε ο ετεροθαλής αδελφός του. Φοίτησε στην φημισμένη ιερατική σχολή της Δημητσάνας· από την ίδια σχολή είχαν αποφοιτήσει ο Γρηγόριος ο Ε’, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Παπαφλέσσας[1]. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι το 1821 η βιβλιοθήκη της σχολής διέθετε περίπου 5.000 τόμους και ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του ελλαδικού χώρου της εποχής. Η βιβλιοθήκη όμως, ήταν ιδρυμένη στο χωριό όπου παρασκευαζόταν όλη η μπαρούτη της επανάστασης. Αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες βιβλία να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή φυσιγγίων. Έτσι, λοιπόν, το κάθε φυσίγγι στον Μωριά και την Ρούμελη που κρατούσε στα χέρια του κάποιος αγωνιστής, ήταν απόκομμα από κάποιο βιβλίο της βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς η βιβλιοθήκη συρρικνώθηκε στους 600 τόμους βιβλίων.
Με την οικονομική άνεση που διέθετε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος έχτισε στην Καλαμάτα μια εκκλησία και ένα γυναικείο μοναστήρι το 1796 σε ηλικία 33 χρονών. Πίσω, όμως, από την φαινομενική ιδέα του μοναστηριού ο ιερομόναχος είχε άλλες βλέψεις, επιχειρηματικές. Ο ιερομόναχος, γνωρίζοντας από την Δημητσάνα την τεχνική της σηροτροφίας (καλλιέργεια μεταξοσκώληκα)[2] μέσω του μοναστηριού, ξεκίνησε να δημιουργεί την πρώτη βιοτεχνία μεταξιού. Οι πρώτες δύο μοναχές που ξεκινούν την λειτουργία του μοναστηριού είναι Μεσσήνιες από κάποιο μοναστήρι της Νάξου. Οι «εισαγόμενες» μοναχές που προσκάλεσε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος δεν ήταν τυχαία επιλογή, γιατί κατείχαν γνώση και εμπειρία στην κατεργασία του μεταξιού. Εν συνεχεία καταφθάνουν και άλλες τέσσερις μοναχές από το μοναστήρι της Νάξου, καθώς και πολλά ορφανά κορίτσια, όπου μαθαίνουν την τεχνική της επεξεργασίας του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα, όπως και τρόπους ύφανσης των πολύτιμων μεταξωτών υφασμάτων.
Ο ιερομόναχος επέκτεινε τις δραστηριότητες του δημιουργώντας 27 εργαστήρια επεξεργασίας μεταξιού στην Καλαμάτα. Στα εργαστήρια δούλευαν κυρίως μοναχές και ορφανά κορίτσια. Όλο αυτό το δωρεάν εργατικό δυναμικό ήταν το αναγκαίο συστατικό ώστε οι δουλειές του μοναχού να πηγαίνουν πολύ καλά. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Καλαμάτας μεγάλωναν μεταξοσκώληκες και τους πωλούσαν στον μοναχό για επεξεργασία. Με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του μοναχού η παραδοσιακή σηροτροφία και η επεξεργασία του μεταξιού που υπήρχε για αιώνες στην περιοχή αλλά ήταν στα πλαίσια της οικοτεχνείας, μεταβαίνει σε μια πιο βιομηχανική φάση για τα δεδομένα της εποχής. Έτσι, τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως έναν θρησκευτικό καπιταλιστή.
Η ανάπτυξη στον τομέα της σηροτροφίας και επεξεργασίας του μεταξιού στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μεγάλη. Ο άγγλος περιηγητής William Gell, που επισκέφτηκε την Καλαμάτα το 1805, αναφέρει ότι σε κάθε σπίτι που συνάντησε υπήρχε και ένα επί πλέον δωμάτιο για τους μεταξοσκώληκες. Μας αναφέρει ότι το μετάξι ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν της εποχής. Πολλοί ακόμα ξένοι περιηγητές περιγράφουν την αλματώδη ανάπτυξη της σηροτροφίας και της επεξεργασίας του μεταξιού. Ο Βρετανός αξιωματικός και ιστοριοδίφης William Martin Leake αναφέρει ότι 1.500 οκάδες ακατέργαστου μεταξιού καταναλώνονται τον χρόνο για μαντήλια και κουνουπιέρες που μετά την επεξεργασία η τιμή αυξάνεται 60 φορές. Ο Εσθονός Otto Magnus Von Stackeiberg, που επισκέφτηκε την πόλη το 1811, περιγράφει: «Τα νήματα του μεταξιού, τα ξερά σύκα και τα λεπτά υφάσματα με χρυσοκλωστές, με τα οποία οι κάτοικοι διεξάγουν ένα μεγάλο εμπόριο, τους παρέχουν ασφαλώς ευπορία». Ευπορία για ποιους άραγε;
Τέλος, πληροφορίες για την σηροτροφία, αλλά και ειδικότερα για την μονή του Γεράσιμου Παπαδόπουλου, μας δίνει ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα από το 1849 έως 1862 Sir Thomas Wyse. Ο Wyse ήταν επιφορτισμένος από την Βρετανία να καταγράψει τις φυσικές πηγές πλούτου του ελλαδικού χώρου, ώστε να τις εκμεταλλευτούν στην συνέχεια. Το 1858, λοιπόν, περνάει από την Καλαμάτα και αναφέρει σχετικά με το μοναστήρι: «Πολύ λίγες από τις μοναστικές κοινότητες αυξάνονται στην Ελλάδα όπως αυτή η Μονή. […] Η κατασκευή και η σχολή για το μετάξι που ίδρυσε η μονή είναι προς την σωστή κατεύθυνση […] αυτό που γίνεται από την μονή Καλογραιών μπορεί να εξελιχθεί σε μια πρακτική βοηθητική κατάσταση για την γενική εκπαίδευση των θηλέων, θα αποδεικνυόταν, έπειτα από μια τέτοια εκπαίδευση, επικερδής τόσο για την Καλαμάτα όσο και για παρόμοιες κοινωνίες».[3]
Ο ρόλος του μοναχού στην επανάσταση του 1821
Όσο πλησίαζε ο καιρός για το ξέσπασμα της επανάστασης τόσο ο ιερομόναχος δεν κοιμόταν ήσυχα τα βράδια. Ο φόβος του ιερομόναχου ήταν πως μια επανάσταση θα μπορούσε να ανατρέψει ή να βάλει σε άλλη βάση όλες του τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μέσα από το βιβλίο του, που έγραψε το 1836, δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης, μας περιγράφει τις αγωνιώδεις του προσπάθειες ματαίωσης της. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1897 υπό τον τίτλο «Πνευματική Τράπεζα».
Το βιβλίο μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος ο ιερομόναχος αναπτύσσει την αρνητική ρητορική του για την επανάσταση. Ο ιερομόναχος προσπαθεί να αποδείξει (;) ότι η επανάσταση είναι έργο του διαβόλου και ότι ο Θεός θέλει τον άνθρωπο υποταγμένο στους εξουσιαστές. Εκεί χαρακτηρίζει την επανάσταση και τους επαναστάτες όργανα του διαβόλου: «[…] ότι γίνονται εκ συνέργειας του Διαβόλου και ουχί του Θεού αυτή η ελληνική επανάστασις·». Και συνεχίζει: « […] εκ του Διαβόλου εκινήθησαν και εκινούντο είς τοιαύτην φρικτήν και αφρονεστάτην μεγάλην επανάστασιν[…]». Διακηρύσσει την πίστη στην εξουσία, ντόπια ή ξένη. Οι εξουσίες για τον ιερομόναχο προστατεύουν τους αγαθούς και αποτρέπουν τους κακούς. «[…] ο Θεός θέλει και μας προστάζει να έχωμεν πάσαν υποταγήν εις τας εξουσίας, ως υπ’ αυτού τεταγμένας […]». Μάλιστα, ο Θεός δεν προστάζει υποταγή μόνο στους ντόπιους εξουσιαστές αλλά και σε ξένους· διεθνιστική υποταγή: «[…] ο Θεός θέλει να υποτασσώμεθα και είς τους αλλοπίστους βασιλείς και εξουσιαστάς και να τους αγαπώμεν, ώστε και να προσευχώμεθα υπέρ αυτών».
Στο δεύτερο μέρος, ο ιερομόναχος αφηγείται τις κινήσεις του ώστε να ματαιωθεί η επανάσταση. Αναφέρεται στις επαφές που είχε με τον Πέτρο Μαυρομιχάλη, με τους πρόκριτους της Καλαμάτας λίγες μέρες πριν την κατάληψη της πόλης καθώς και με τους αποκλεισμένους τούρκους, παραμονές της άλωσης της Τρίπολης. Η ιδιαίτερη περίπτωση του Γεράσιμου Παπαδόπουλου φανερώνει την γενική συστολή έως και την αρνητική στάση που είχαν αρκετοί προύχοντες στην επανάσταση. Πολλοί ήταν αυτοί, που όπως ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, τα είχαν βρει με την οθωμανική κυριαρχία και έκαναν τις δουλειές τους δίχως κανένα πρόβλημα. Είναι όλοι αυτοί που οι ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι είναι εύποροι λόγω του εμπορίου, αλλά η πόλη αποτελείται κυρίως από καλύβες! Ο,τιδήποτε μπορούσε να αλλάξει τους συσχετισμούς και τα δεδομένα, όπως μια επανάσταση, σίγουρα τρόμαζε. «[…] όπερ μαθόντες οι πρόκριτοι της Καλαμάτας, ήλθαν είς την κατοικίαν μου, γιγνώσκοντες πάντες την μεγαλωτάτην αγανάκτησιν, όπου είχα διά αυτήν την επανάστασιν, και με παρακάλεσαν, να υπάγω είς την Μάνην προς τον Μαυρομιχάλην, να τον εμποδίσω από την επανάστασιν·[…]». Οι συναντήσεις που είχε με τον Μαυρομιχάλη δεν απέδωσαν τα αποτελέσματα που θα ήθελε ο ιερομόναχος. Μάλιστα ισχυρίζεται, ότι ο Μαυρομιχάλης εξαπατήθηκε από κάποιους που του ανέφεραν ότι ο πασάς ετοιμάζει άλλον αρχηγό για την Μάνη, αφού πρώτα εξοντώσει τον ίδιο. Με αυτό τον τρόπο ο Μαυρομιχάλης, σύμφωνα με τον ιερομόναχο, πείστηκε να συμμετέχει στην επανάσταση. Μετά από αυτό, μια μέρα μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, ο ιερομόναχος εγκαταλείπει την πόλη μαζί με τις καλόγριες του μοναστηριού, τις αδελφές του με τους άνδρες και τα παιδιά τους και κατευθύνεται προς την Μάνη με σκοπό αργότερα να περάσει στα Επτάνησα. «[…] μη υποφέρων δε εγώ να βλέπω την επανάστασιν ενεργουμένην έφυγον την άλλην ημέραν[…]».
Λίγες μέρες πριν την άλωση της Τρίπολης, ο ιερομόναχος ισχυρίζεται ότι έλαβε γράμμα από τον Μαυρομιχάλη και κάποιους καλαματιανούς που δεν ήθελαν την επανάσταση, να πάει να συνδιαλλαγεί με τους πολιορκημένους τούρκους ώστε να πετύχει ειρήνη[4]. «Ο δε Μαυρομιχάλης βλέπων την τοσαύτην ανορεξίαν εις τους πολέμους, και τοσαύτην αρπαγήν τον μανιατών μετονόησεν, ότι με παρήκουσε, και εσυμφώνησε με τους καλαματιανούς, ως μη θέλοντας την επανάστασιν, και μοι έγραψαν με ταχυδρόμον […] να με στείλουν εις την Τροπολιτζάν, ίνα ποιήσω ειρήνην με τους τούρκους […]».
Ο Παπαδόπουλος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που δέχθηκε αυτό το γράμμα ήταν γιατί ο Μαυρομιχάλης πληροφορήθηκε ότι οι μανιάτες δεν πολεμούσαν τους τούρκους αλλά ουσιαστικά πλιατσικολογούσαν τα χωριά. Περνούσαν από τα χωριά φωνάζοντας ότι τους κυνηγούν τούρκοι· οι χωριάτες εγκατέλειπαν τρομαγμένοι τις εστίες τους και οι μανιάτες τις λεηλατούσαν. «[…] βλέποντες οι χωριάται τους μανιάτας φεύγοντας, και φωνάζοντας ούτω· νομίζοντες, ότι τους κυνηγούν οι τούρκοι, άρπασαν ο καθείς τα γυναικόπαιδα του, αφήσαντες τα οσπήτια των ανοικτά, και τα κτήνη των εις τους κάμπους […] οι μανιάται δεν εστέκοντο να πολεμήσουν, αλλ’ ευθύς έφευγον· επειδή δεν εξήλθον ινα πολεμώσι με τους τούρκους, διότι οι τούρκοι δεν τους έβλαπταν ποτέ· αλλ’ εξήλθον, ινα αρπάζωσι των χριστιανών τα πράγματα». Στα παραπάνω λεγόμενα του Παπαδόπουλου υπάρχει μια ιστορική αλήθεια που δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε. Ιστορικά σε περιόδους εξεγέρσεων υπάρχουν περιστατικά παρόμοια με αυτά που εξιστορούνται παραπάνω.
«Εγώ δε φοβούμενος τους ένοπλους ρωμαίους περισσότερον, δι’ ων έμελλον να περάσω, ή τους τούρκους, ρίψας όμως πάσαν την ελπίδα μου εις τον μακαρίζοντα τους ειρηνοποιούς Θεόν, υπήγα εις το περισσότερον στράτευμα των ένοπλων ρωμαίων κακείθεν εις την Τριπολιτζάν, εις ην με εδέχθησαν οι τούρκοι άπαντες μετά μεγάλης προπομπής[…]». «Έγώ γαρ επρόβαλα αυτοίς, ινά ειρηνεύσωμεν οι μωραΐται τούρκοι και ρωμαίοι ως γείτονες, παραβλέψαντες τα παρελθόντα […] να έχωμεν υποταγήν εις τον βασιλέα μας, και εις τους πεμπομένους παρ’ αυτού εξουσιαστάς πασάν[…] να πληρώνωμεν τον χαζαριέ του πασά κατά την βασιλική προσταγήν[…]». Ο ιερομόναχος ισχυρίζεται ότι διαπραγματεύτηκε την μη πληρωμή του χαρατσιού για τρία έτη, ώστε με αυτό τον τρόπο να ηρεμήσουν οι έλληνες. Μάλιστα, παρακίνησε αρκετούς αποκλεισμένους αγάδες να στείλουν το παραπάνω αίτημα σε γράμμα στον σουλτάνο και να προσθέσουν ότι οι έλληνες παρακινήθηκαν «από κάποιους Διαβόλους ξένους, και από την μεγάλην δυστηχίαν, ήρθαν εις αυτήν την παραφροσύνην μερικοί παράφρονες· οι δε λοιποί έστειλαν και ζητούν έλεος». Αντ’ αυτού, όμως, οι αγάδες της Τρίπολης έδωσαν ένα γράμμα στον ιερομόναχο όπου ανέφεραν, ότι μόνο όσοι πάνε να τους προσκυνήσουν θα λάβουν συγχώρεση, οι υπόλοιποι θα εξολοθρευθούν.
Η πρόσκαιρη διάλυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ιερομόναχου
Παρ’ όλο που ο ιερομόναχος δήλωνε πίστη σε όλους του βασιλιάδες και εξουσιαστές, στο τρίτο μέρος, περιγράφει την επανάστασή του απέναντι στον βασιλιά Όθωνα. Αιτία είναι η απόφαση της διάλυσης πολλών μοναστηριών το 1833 και οι προγραμματισμένες δημοπρασίες για τα κτήματα και τις περιουσίες των μονών. Επίσης, τα οικονομικά έσοδα των μονών θα περνούσαν από κρατικό έλεγχο.
Το βασιλικό διάταγμα προέβλεπε ότι από την 25η Φεβρουαρίου το 1834 θα καταργούνταν όλες οι γυναικείες μονές εκτός από τρεις. Οι μοναχές κάτω των 49 ετών, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την μοναχική ζωή, και οι μονές θα έπρεπε να αριθμούν τουλάχιστον 30 μοναχές για να μπορούν να μην διαλυθούν. Το διάταγμα περαιτέρω κάνει λόγο για διοίκηση των γυναικείων μονών από διπλή εξουσία, πνευματική από τον οικείο επίσκοπο και κοσμική από τον εκάστοτε νομάρχη.
Όλα τα παραπάνω ήταν φυσικό να εξοργίσουν τον επιχειρηματία ιερομόναχο που έβλεπε την μονή-επιχείρηση να κινδυνεύει να κλείσει, τα δωρεάν εργατικά χέρια να παύουν να υφίστανται και τα κέρδη να εξανεμίζονται. Ο ιερομόναχος τότε επαναστάτησε! «Εγώ όμως μαθών ταύτα, δεν έπαυσα από του να φωνάζω προς πάντας, ότι τον βασιλέα αρχηγόν της εκκλησίας δεν τον γνωρίζω, και βασιλικήν διαταγήν εις τα εκκλησιαστικά δεν δέχομαι […]». Μάλιστα για την απόφαση του Όθωνα να κλείσει τα μοναστήρια και να περιέλθει όλη η περιουσία στα χέρια του κράτους ο ιερομόναχος οικτήρει την επανάσταση και την συνδέει με το κλείσιμο των μοναστηριών. «Και ταύτα μεν κατά της επαναστάσεως βούλομαι δεν ειπείν τινα και κατά των Λουθηροκαλβίνων των καλούντων εαυτούς Διαμαρτυρομένους».
Οι φόβοι και η διαίσθηση του ιερομόναχου, τελικά ήταν αληθείς. Το κράτος έδωσε στον ιερομόναχο 25 μέρες διορία για να φύγει από την πόλη και να επιλέξει να πάει σε όποιο μοναστήρι επιθυμεί.: «μοί έστειλαν διαταγήν ότι δεν μοι είναι συγχωρημένον να διατριβώ εις την πόλιν περισσότερων από ημερών 25[…] εγώ απεκρίθην, ότι μήτε είς ταύτην την πόλιν θέλω να μείνω, μήτε εις άλλην της Ελλάδος, μήτε εις μοναστήριον υπάγω αλλά διαβατήριον να μοί δοθή να φύγω από το κράτος της Ελλάδος· τοσαύτην αγανάκτησιν είχεν η ψυχή μου[…]».
Έτσι ο ιερομόναχος, αφού αυτές τις 25 μέρες συνέχισε να προσπαθεί να αλλάξει την νομοθεσία, ταξιδεύοντας στην Αθήνα για να μιλήσει με άλλους ιερείς, αποφάσισε να φύγει. Η μονή έκλεισε καθώς και όλα τα εργαστήρια:«[…] και μη υποφέρων να υπόκημαι εις τοιαύτας αντιθέους νομοθεσίας ανεχώρησα, καταλιπών και συγγενείς, και πατρίδα, και κτήματα πατρικά, και κτήρια ενός γυναικείου μοναστηρίου, προοικοδομηθέντος παρ’ εμού, και 27 εργαστηρίων δι’ αυτό άπερ εξουσίασεν η κυβέρνησις διώξασα τας εν αυτώ μοναζούσας, και ενοικίασεν αυτά τα παρ’ εμού οικοδομηθέντα οικείοις αναλώμασιν εικοσι επτά εργαστήρια δύο και ήμισυ χιλιάδες τάλαρα δίστυλα και κατετόλμησα τοσούτου πελάγους εν τοιούτω εσχάτω γήρατι· […]».
Ο ιερομόναχος εκτοπίσθηκε σε μοναστήρι της Μεσσηνίας αλλά συνέχισε να είναι δραστήριος και να προσπαθεί να βρει τρόπους να επαναλειτουργήσει την μονή. Μετά από τρία χρόνια, οι καλόγριες του ιερομόναχου, παρέα με αρκετούς κατοίκους, καταλαμβάνουν εκ νέου την μονή και ένα χρόνο μετά, το 1838, η αντιβασιλεία επιτρέπει την επαναλειτουργία της. Μέχρι τον θάνατό του, στις 7 Ιουλίου 1844, σε ηλικία 81 χρονών, διοικούσε την μονή. Ο τάφος του παραμένει μέχρι και σήμερα στην μονή Καλογραιών.
Η μονή συνεχίζει την δραστηριότητα της στην επεξεργασία του μεταξιού και ανταγωνίζεται μεγάλες επιχειρήσεις.[5] Ακόμα και σήμερα παράγει μεταξωτά υφάσματα σε περιορισμένο βαθμό και έχει βραβευθεί σε πολλές διεθνείς και ελληνικές εκθέσεις μεταξωτών. Με αυτό τον τρόπο η μονή πρέπει να είναι η μακροβιότερη εμπορική επιχείρηση του ελλαδικού χώρου.
Ελευθερόκοκκος
Πηγές:
Παπαδόπουλος Γεράσιμος, Πνευματική Τράπεζα, επιμέλεια Δουκάκης Κωνσταντίνος, 1897.
Χρυσομάλλης Αλέξανδρος, Ο δρόμος της αυταπάρνησης. Η ιστορία και η δράση της ιεράς μονής Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών, Καλαμάτα 1992.
[1]. Η εκτίμηση που έτρεφε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος για τον Παπαφλέσσα ήταν μηδαμινή. Στα γραπτά του τον αναφέρει ως «ψευδόπαπα» και «κατοικητήριον του Διαβόλου».
[2]. Από την λέξη «ο σήρ του σηρός» που αποκαλούσαν το μετάξι στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Σήρες ονόμαζαν τους κινέζους οι αρχαίοι έλληνες και Σηρία την χώρα τους.
[3]. Όπως και έγινε! Οι βιοτεχνικές μονάδες μετά τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο πολλαπλασιάστηκαν. Πολλές ξένες εταιρίες καταφθάνουν στην πόλη και επενδύουν στην υπόθεση του μεταξιο, μεταξύ των οποίων και ο εμπορικός οίκος Fells. Την περίοδο 1853-1859 ιδρύθηκαν πέντε μεγάλα ατμοκίνητα μεταξουργεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1853 η πόλη είχε παράγει 30.000 οκάδες μετάξι, όταν η συνολική παραγωγή σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ήταν 150.000 οκάδες.
[4]. Εξ αιτίας της αντίθεσης του με την επανάσταση, αλλά και για τις συνομιλίες που είχε με τους τούρκους στην Τρίπολη, ο Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του τον αναφέρει ως «τουρκογεράσιμο».
[5]. Το 1940, λίγο πριν την γερμανική κατοχή αναφέρεται, μεταξύ άλλων πέντε επιχειρήσεων, στον κατάλογο των βιομηχανιών μεταξουργίας.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 180, Μάρτιος 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.