Η μεγάλη σφαγή στους Μελάτες Άρτας - 1947
Στους Μελάτες των Τζουμέρκων Άρτας διαδραματίστηκε
το συγκλονιστικό χρονικό της σφαγής δεκάδων ανταρτών του Αρχηγείου Τζουμέρκων,
που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, το Πάσχα του 1947, από τον κυβερνητικό στρατό και
τις παρακρατικές συμμορίες της περιοχής, και παρά τον Διεθνή Νόμο περί σεβασμού
των αιχμαλώτων, τον οποίο είχαν αποδεχτεί όλα τα πολιτισμένα έθνη, μεταξύ αυτών
και η χώρα μας, οι αιχμάλωτοι αντάρτες μας του ΔΣΕ σφαγιάστηκαν συγκλονίζοντας
ολόκληρη την περιοχή.
Οι Μελάτες ήταν από τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές
που επισκέφθηκε ο Γάλλος ποιητής Ανρί Μπασίς και εμπνεύστηκε το ποίημα
«Αντάρτες εμπρός»:
«Τα άρματά μας ζωστήκαμε πάλι
στης τιμής για να βγούμε στο δρόμο.
Τόσο πένθος και τόσα δάκρυα,
την ζωή μας την είχανε μαυρίσει.
Το ψωμί των παιδιών μας νια να ’χουμε
κι όχι πια με τον τρόμο να ζούμε,
στα βουνά της πατρίδας τον άγιο
δοξασμένο αρχίσαμε αγώνα μας».
Το
ιστορικό της τραγωδίας
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η εξόντωση του
πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, η αποκεφάλισή του και το κρέμασμα του
κεφαλιού του σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων, σηματοδότησε την τύχη
χιλιάδων αγωνιστών. Το τρομοκρατικό μοναρχοφασιστικό όργιο του αστικού κράτους
εντείνεται ακόμη πιο πολύ. Οι διωγμοί είναι ανείπωτοι. Όσοι γλιτώνουν καταφεύγουν
στα βουνά. Αρχίζουν να συγκεντρώνονται οι πρώτες ομάδες ένοπλων αγωνιστών. Τα
Τζουμέρκα ―όπως και όλα τα βουνά της Ελλάδας― άρχισαν να υποδέχονται τους
καταδιωκόμενους αγωνιστές. Μικρές ομάδες εμφανίζονται παντού.
Οι καταδιωκόμενοι του νομού Άρτας, που ήταν αρκετοί
και κρύβονταν στα δάση κοντά στα χωριά τους, είχαν ανάγκη αρχικά να οργανώσουν
την αυτοάμυνά τους από κοινού, αφού έτσι θα αντιμετωπίζανε πιο αποτελεσματικά
τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής και τους παρακρατικούς. Το 1946, μετά τα τρομακτικά
γεγονότα που έγιναν στα χωριά Άνω Πέτρα και Κλειστό, η κατάσταση οξύνθηκε
σημαντικά.
Τον Ιούλη του 1946, ο Κώστας Μπαλαδήμας πήγε στην
περιοχή των Τζουμέρκων να συναντηθεί με την πρόσφατα συγκροτημένη ομάδα
καταδιωγμένων με επικεφαλής των Κώστα Μίντζα. Στόχο είχε να οργανώσει σύσκεψη
κομματικών στελεχών στην περιοχή των Τζουμέρκων, με βασικό θέμα την
συγκέντρωση των καταδιωκόμενων αγωνιστών σε ομάδες και τη συγκρότηση ένοπλου
τμήματος.
Ο «Ριζοσπάστης» στις 19 Δεκέμβρη του 1946 έκανε
εκτενή αναφορά στην επίθεση που έγινε από το αρχηγείο Τζουμέρκων στους
Καλαρύτες και τα γύρω χωριά της Άρτας.
Τον Απρίλη του 1947, είχαν αρχίσει οι
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού. Ο καπετάνιος Παλιούρας
έλαβε διαταγή από το γενικό αρχηγείο του ΔΣΕ να σπεύσει σε βοήθεια άλλων
τμημάτων του ΔΣΕ που μάχονταν στα Άγραφα. Πήρε την απόφαση με το επιτελείο του
και χώρισε στα τρία την δύναμη των ανταρτών. Το πρώτο με επικεφαλής τους
Μανιώτη και Λιούκα και δύναμη 60 ανταρτών, μέσω μονής Ροβέλιστας ακολούθησε το
συμφωνημένο δρομολόγιο, έδωσε μάχες στα υψώματα «Βοϊδαρέικα» και έφτασε στον
προορισμό του χωρίς απώλειες.
Τα αλλά δύο τμήματα ένα με τον Χάρη Παπαγιάννη, και
ένα με τον Παλιούρα και με δύναμη 60 ανταρτών το καθένα, ακολούθησαν το
δρομολόγιο τους στις περιοχές των συνοικισμών Ανεμορράχης παλιάς Ελλάδας, κάτω
Αθαμανίου και Μελατων. Βρέθηκαν όμως μπροστά σε πολυάριθμες ομάδες ΜΑΥδων και
του κυβερνητικού στρατού, που έφτασαν από την Άρτα. Τους είχαν στήσει ενέδρα σε
διάφορα περάσματα της δασωμένης και δύσβατης αυτής περιοχής.
Πολέμησαν γενναία κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων για
δύο ολόκληρες μέρες. Τα πυρομαχικά τους είχαν τελειώσει και νηστικοί και
άυπνοι αποφάσισαν να μοιρασθούν σε μικρές ομάδες και με τον τρόπο αυτό να
διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και να συναντηθούν, όσοι επιζήσουν, στον
προκαθορισμένο χώρο των βορειοανατολικών υψωμάτων του συνοικισμού Ζυγός.
Κατά την τελευταία αυτή προσπάθεια αρκετοί
σκοτώθηκαν, ιδίως από το τμήμα του Χάρη Παπαγιάννη, και οι υπόλοιποι τραυματίες
και ζωντανοί, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στο μοναστήρι Μελατών που
ήταν η έδρα του στρατού και των συμμοριών του Παπαδόπουλου και του Βόιδαρου και
άλλων παρακρατικών που έφταναν με αυτοκίνητα από την Άρτα.
Μαρτύρια και εκτέλεση
Μόλις νύχτωσε καλά, δόθηκε η εντολή των
βασανιστηρίων και της σφαγής των κρατουμένων αιχμαλώτων ανταρτών στο μοναστήρι
Μελατών. Άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγχες των όπλων τους να τρυπάνε τα
σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα κεφάλια από τους περισσότερους
αντάρτες. Στη συνέχεια, άνοιξαν ομαδικό τάφο στη σμίξη του χειμάρρου που
βρίσκεται βορειοανατολικά στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο
ποταμό και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπασαν.
Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα 'ριξαν μέσα σε
τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητο στην πόλη της Άρτας. Με διαταγή των
κρατούντων στην πόλη της Άρτας, αρκετά κεφάλια τα παλούκωσαν και τα ακούμπησαν
σε κεντρικά σημεία της πόλης. Ακόμα στη διασταύρωση της εθνικής οδού με το
δρόμο που πηγαίνει στο Πέτα και μπροστά στο εκεί καφενείο του «Μπούση» ήταν
σταματημένο στρατιωτικό τζιπ και στο μπροστινό προφυλακτήρα ήταν κρεμασμένα
με σύρμα τέσσερα κεφάλια ανταρτών.