Πριν από ακριβώς 10 χρόνια, το καλοκαίρι του 2007, η Ελλάδα θα βιώσει μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές της ιστορίας της. Το καλοκαίρι εκείνο θα μείνει στην ιστορία ως «το καλοκαίρι που κάηκε η χώρα». Συνολικά 63 άνθρωποι θα βρουν τραγικό θάνατο, 27 εκ των οποίων στη στροφή του δρόμου στο χωριό Αρτέμιδα της Ηλείας, όπου θα εγκλωβιστούν, θα τους φτάσουν οι φλόγες και θα τους κάψουν ζωντανούς.
Περίπου 1.500 σπίτια θα καούν ολοσχερώς και περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι θα μείνουν άστεγοι. Σχεδόν 4,5 εκατ. ελαιόδεντρα θα γίνουν στάχτη και μαζί τους περισσότερα από 60.000 ζωντανά.
Το συνολικό κόστος της καταστροφής θα αποτιμηθεί σε περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ. Ο νομός Ηλείας θα βρεθεί στην κορυφή της λίστας των περισσότερο πληγέντων νομών και θα ακολουθήσουν οι Αττική (φωτιές Πάρνηθας και Υμηττού), Λακωνία, Μεσσηνία, Αρκαδία, Κορινθία, Εύβοια.
Η κυβέρνηση Καραμανλή βρίσκεται σε αδιέξοδο. Την επόμενη μέρα της ανείπωτης τραγωδίας στην Ηλεία, στις 25 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός προβαίνει σε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ παράλληλα ανακοινώνει τα πρώτα μέτρα ανακούφισης και την ίδρυση του Ταμείου Αρωγής που θα μείνει γνωστό στη συνέχεια ως Ταμείο Μολυβιάτη.
Περισσότερες από 15 χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Ισραήλ, Γαλλία, Ελβετία, Ρωσία, Τουρκία, Σουηδία, Γερμανία κ.ά.) ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της Ελλάδας για βοήθεια και στέλνουν πυροσβεστικές δυνάμεις, κυρίως αεροπλάνα και ελικόπτερα.
Η συχνότητα των πυρκαγιών και τα αλλεπάλληλα μέτωπα σε διαφορετικά σημεία της χώρας φουντώνουν εκτός από τις φλόγες και τη συνωμοσιολογία και πλέον γίνεται λόγος για οργανωμένο σχέδιο εμπρησμών. Κάποιοι πάνε το πράγμα ακόμα πιο πέρα, μιλώντας για Τούρκους πράκτορες που αλωνίζουν την Ελλάδα και βάζουν φωτιές.
Οι παροχές που μοιράζει αφειδώς η κυβέρνηση τις επόμενες μέρες (3.000 ευρώ σε όποιον έκανε μια απλή δήλωση πως είναι πυρόπληκτος, χωρίς κανέναν έλεγχο) είναι προφανές πως δίνονται για να καταλαγιάσει η λαϊκή κατακραυγή. «Μέχρι και από την Αθήνα κατέβαιναν να πάρουν τα λεφτά τότε. Ανθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τον νομό», θα μας πει συνταξιούχος, πλέον, υπάλληλος της νομαρχίας Ηλείας που συμμετείχε τότε στη διαδικασία.
Στις 26 Αυγούστου οι φωτιές που καίνε την Ηλεία θα περικυκλώσουν τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Από τον Νότο καίγονται η Ανδρίτσαινα, τα Κρέστενα, η περιοχή της Ζαχάρως, από τον Βορρά έρχεται ένα άλλο μέτωπο από το ορεινό χωριό Κλινδιά, το οποίο αφού πέρασε από Αγία Αννα, Γούμερο, Μουζάκι, Κουτσοχέρα, Καράτουλα, «σκάει» στην πεδιάδα της Ολυμπίας και συναντιέται με το μέτωπο του Νότου. Μαζί, ξεπερνούν τα 60 χιλιόμετρα σε μήκος.
Αν ανατρέξει κανείς στα βίντεο των τηλεοπτικών ανταποκρίσεων της εποχής, θα ακούσει τις αγωνιώδεις εκκλήσεις των πυροσβεστών προς το συντονιστικό κέντρο να σταλούν ενισχύσεις ώστε να μην μπει η φωτιά μέσα στην Αρχαία Ολυμπία. Οι τηλεοπτικές εικόνες θα δείξουν απεγνωσμένους εποχικούς πυροσβέστες να προσπαθούν να ανοίξουν τους κρουνούς μέσα στον αρχαιολογικό χώρο και αυτοί να μη δουλεύουν.
Ωστόσο, αυτό που μένει στη μνήμη είναι η εικόνα του υπουργού Βύρωνα Πολύδωρα να μετακινεί με τη βοήθεια υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έναν... κορμό δύο μέτρα πιο πέρα, μεταδίδοντας έτσι την εικόνα στον κόσμο που παρακολουθεί σοκαρισμένος τα όσα συμβαίνουν πως η κυβέρνηση βρίσκεται εκεί και βοηθά...
Τριπλασιασμός πλημμυρών, πεντα-πλασιασμός κατολισθήσεων
Δέκα χρόνια μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 στην Ηλεία, οι επιπτώσεις τους συνεχίζονται ακόμα, καθώς τα πλημμυρικά φαινόμενα και οι κατολισθήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί εντυπωσιακά στην περιοχή.
Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησαν Ελληνες επιστήμονες με τίτλο «Η επίδραση των μεγάλων δασικών πυρκαγιών στις πλημμύρες και τις κατολισθήσεις. Η περίπτωση των πυρκαγιών του 2007 στην Ηλεία, Ελλάδα».
Στην έρευνα εξετάζεται ο αριθμός των πλημμυρών και των κατολισθήσεων στην περιοχή πριν και μετά την εκδήλωση των πυρκαγιών και βασίστηκε σε παρατηρητικά στοιχεία που συλλέχθηκαν από διάφορες πηγές δεδομένων κατά την περίοδο 1989–2016.
Από την επεξεργασία τους διαπιστώθηκε ότι η πυρκαγιά του 2007 συνέβαλε στην αύξηση της μέσης συχνότητας εμφάνισης πλημμυρών κατά 3,3 φορές, ενώ η συχνότητα των κατολισθήσεων στην περιοχή έχει αυξηθεί κατά 5,6 φορές σε σχέση με το χρονικό διάστημα πριν από την πυρκαγιά.
Μάλιστα, η έρευνα υπολογίζει ότι ενώ πριν από το 2007 στην ευρύτερη περιοχή συνέβαινε κατά μέσο όρο 1 πλημμύρα ανά 1,6 έτος, μετά την πυρκαγιά συμβαίνει κατά μέσο όρο 1 πλημμύρα ανά περίπου 4 μήνες!
Με τη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών τεκμηριώθηκε ότι η αύξηση, τόσο στις πλημμύρες όσο και στις κατολισθήσεις, δεν οφείλεται σε κάποιον άλλο παράγοντα (π.χ. αύξηση των βροχοπτώσεων, ανθρώπινο παράγοντα, μεταβολές στις χρήσεις γης κ.λπ.), αλλά αποκλειστικά στην πυρκαγιά του 2007.
Επιπλέον, οι περιοχές που επλήγησαν από πυρκαγιές καταγράφουν σημαντική αύξηση της εμφάνισης και των δύο φαινομένων, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτα μεγαλύτερη αύξηση σε σύγκριση με τις γειτονικές περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από τις πυρκαγιές. Η δε εξέταση της μηνιαίας εμφάνισης συμβάντων έδειξε αύξηση αυτών ακόμη και σε μήνες του έτους που η ένταση των βροχοπτώσεων παρουσίαζε μειούμενες τάσεις.
Οι πυρκαγιές προκάλεσαν τεράστια διαταραχή στη βλάστηση, και στις πληγείσες περιοχές χρειάστηκαν περίπου 2 χρόνια ώστε αυτή να ανακάμψει.
Ωστόσο, οι διαφορές στο είδος της βλάστησης θεωρούνται σημαντικοί παράγοντες για την παρατηρούμενη αύξηση των πλημμυρών και των κατολισθήσεων, καθώς τα ψηλά δάση έχουν υποκατασταθεί από χαμηλότερη βλάστηση.
Πρέπει να σημειωθεί πως παρότι στην επιστημονική κοινότητα είναι γνωστή η επίπτωση των πυρκαγιών στη διάβρωση και στα πλημμυρικά φαινόμενα, στη συγκεκριμένη μελέτη προσδιορίστηκε για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο η έκταση της επίπτωσης - το πόσο δηλαδή μπορεί μια πυρκαγιά να αυξήσει τις πλημμύρες και τις κατολισθήσεις σε μια περιοχή.
Εξάλλου, η έρευνα επισημαίνει ότι θερμά καλοκαίρια, όπως αυτό του 2007, που εκτιμάται ότι θα είναι πιο συχνά τις επόμενες δεκαετίες λόγω της κλιματικής αλλαγής, είναι πιθανόν να προκαλέσουν περισσότερες πυρκαγιές, οι οποίες με τη σειρά τους θα συνοδεύονται από μια περίοδο διάρκειας έως και μία δεκαετία αύξησης των πλημμυρών και των κατολισθήσεων.
Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε από την ερευνητική ομάδα των: Διακάκη Μ., Νικολόπουλου Ε.Ι., Μαυρούλη Σ., Βασσιλάκη Ε., Κορακάκη Ε., στελέχη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος), του Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ (UCONN) και του WWF Ελλάδας.
Βαριές ποινές σε νομάρχη, δήμαρχο, πυροφύλακα και στην... αμελή νοικοκυρά
Συνολικές ποινές φυλάκισης 160 χρόνων (κατά συγχώνευση) ήταν η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης σε δεύτερο βαθμό για τις καρβουνιασμένες ψυχές της φονικής πυρκαγιάς της Ηλείας και για τα χιλιάδες στρέμματα αποτεφρωμένης γης.
Μια ετυμηγορία που εκδόθηκε από το Εφετείο του Πύργου, το 2014, και κατέστη στον Αρειο Πάγο αμετάκλητη δέκα χρόνια μετά τη διάπραξη ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Μεταπολίτευσης σε βάρος της ανθρώπινης ζωής, του περιβάλλοντος, αλλά και του πολιτισμού μας.
|
Η στροφή όπου εκείνο το απομεσήμερο του Αυγούστου κάηκαν ζωντανοί άνθρωποι και ξεκληρίστηκαν οικογένειες |
EUROKINISSI/ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ |
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι γιατί αντιμετώπισαν «γραφειοκρατικά και επιφανειακά» τις προειδοποιήσεις για την επερχόμενη καταστροφή.
Τα αδικήματα για τις 36 ζωές που χάθηκαν και τη γη που επλήγη βάναυσα ήταν «ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά συρροή, εμπρησμός δάσους και πραγμάτων από αμέλεια».
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιβάλει στους κατηγορούμενους συνολικές ποινές φυλάκισης κατά συγχώνευση 223,5 χρόνων, τις οποίες το δικαστήριο μείωσε κατά 63 χρόνια, ενώ κήρυξε αθώο τον τότε προϊστάμενο του Π.Κ. Κρεστένων Νικόλαο Μιχαλόπουλο για τον χαμό των τριών ηρωικών εποχικών δασοπυροσβεστών.
Τρεις από τους καταδικασθέντες προσέφυγαν στον Αρειο Πάγο ζητώντας την αναίρεση της εφετειακής απόφασης, την οποία όμως το Ποινικό Τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας δεν έκανε δεκτή. Επικυρώνοντας έτσι την απόφαση των εφετών και υιοθετώντας παράλληλα την πρόταση της αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση.
Ακολούθησαν και οι τελεσίδικες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Πατρών κατά του Δημοσίου με τις οποίες επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στους συγγενείς των θυμάτων λόγω ψυχικής οδύνης. Ανάμεσά τους και ο τραγικός πατέρας, σύζυγος και γιος Γ. Παρασκευόπουλος από το χωριό Αρτέμιδα, ο οποίος έχασε στη φωτιά όλη του την οικογένεια: τέσσερα ανήλικα παιδιά, γυναίκα και μάνα.
Ετσι, οριστικά και αμετάκλητα για τις ψυχές που χάθηκαν το πύρινο καλοκαίρι του 2007 στην Ηλεία, καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 40 χρόνων, έκαστος, ο πρώην νομάρχης Ηλείας, Χ. Καφύρας, ο τότε δήμαρχος Ζαχάρως, Παντ. Χρονόπουλος, ο πυροφύλακας Μίνθης, Π. Τσούρας, και η νοικοκυρά Σοφία Νικολοπούλου, η οποία άναψε φωτιά σε εξωτερικό χώρο του σπιτιού της και στη συνέχεια την άφησε ανεπιτήρητη. Οπως είναι γνωστό στις μεγάλες ποινές εκτιτέα εκ του νόμου είναι μόνο τα δέκα χρόνια.
Ανάμεσα στα συμπεράσματα της Δικαιοσύνης για τη μαρτυρική Αρτέμιδα ήταν ότι «οι κάτοικοί της θα μπορούσαν να είχαν σωθεί εάν συγκεντρώνονταν στην εκκλησία του χωριού και δεν επικρατούσε πανικός, που οδήγησε τελικά πολλούς από αυτούς να επιλέξουν λάθος δρόμο διαφυγής και τελικά να καούν».
«Υστερα από 10 χρόνια δικαστικού αγώνα, οι συγγενείς των θυμάτων δικαιώθηκαν πλήρως», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο εκ των δικηγόρων των συγγενών των θυμάτων Αντώνης Φούσας (έτεροι δικηγόροι Μάνος Σταύρου και Δημήτρης Κουσουρής).
«Από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι και το Εφετείο Πατρών επέβαλαν στους υπευθύνους μεγάλες ποινές και οι σχετικές αποφάσεις επικυρώθηκαν από τον Αρειο Πάγο, ενώ οι συγγενείς των θυμάτων δικαιώθηκαν και από τα διοικητικά δικαστήρια. Οι αποφάσεις αυτές -καταλήγει ο Αντώνης Φούσας- είναι μια δικαίωση, αλλά βεβαίως ο πόνος των συγγενών των θυμάτων είναι αγιάτρευτος».
Η τραγωδία έξω από την Αρτέμιδα της Ηλείας
Εκείνη την Παρασκευή, 24 Αυγούστου 2007, στη χαράδρα που χωρίζει τα χωριά Αρτέμιδα, Μάκιστος από τη μια πλευρά και Χρυσοχώρι από την άλλη, συναντήθηκαν ουσιαστικά τρεις φωτιές. Η μία που ερχόταν από ανατολικά, από το χωριό Σέκουλα, η δεύτερη βορειοδυτικά από το χωριό Γκρέκα και η τρίτη που άναψε το μεσημέρι της Παρασκευής μέσα στη χαράδρα, στο Παλαιοχώρι.