Με αφορμή τη διακοπή του πρωταθλήματος, δίνεται η αφορμή για την
παρουσίαση ενός «μύθου» που αναπαράγεται διαρκώς από media και άλλους:
τον χουλιγκανισμό στην Αγγλία, την εξάλειψή του και τον «μύθο» της
καθοριστικότητας της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Βία, όπως την έχουμε συναντήσει και… κατανοήσει σε κάθε μορφή της στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό το Σαββατοκύριακο δεν είχαμε. Ούτε οπαδοί έκαναν «ντου», ούτε κάμερες στράφηκαν σε αερογέφυρες, ούτε αθλητικοί συντάκτες έγιναν πολεμικοί ανταποκριτές με υγρά από τα δακρυγόνα μάτια και μεταδόσεις από εμπόλεμες ζώνες, μέσα ή έξω από τα γήπεδα.
Βέβαια, αυτές οι στιγμές δεν απέχουν δα και ιδιαίτερα χρονικά. Χθες το βράδυ, την ίδια ώρα με τον πανικό που επικρατούσε στην Τούμπα, στο Μοσχάτο συνέβησαν επεισόδια μεταξύ οπαδών σε καφετέρια. Προστέθηκαν στη μακρά λίστα και υπενθύμισαν, όπως και άλλα πρόσφατα «πεσίματα» σε συνδέσμους και ραντεβού για ξύλο. Εν πάση περιπτώσει, η εικόνα χούλιγκαν να «τα σπάνε» δεν μας ξενίζει. Το αντίθετο, χαρακτηρίζει το πολύπαθο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Η συζήτηση για τις αιτίες που προκαλούν την ένταση στις κερκίδες και τους λόγους που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε ένα ντέρμπι με οπαδούς εκατέρωθεν στο γήπεδο είναι ατέρμονη, αλλά και ανειλικρινής. Κανείς δεν μιλάει για την απάθεια σε επίπεδο διακυβέρνησης εδώ και δεκαετίες να λύσουν το πρόβλημα, παίρνοντας σοβαρά κι αποτελεσματικά μέτρα. Ουδείς αναφέρεται σε εμπρηστικές δηλώσεις, σαν αυτές που έκαναν πλείστοι όσοι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ, μετά το αναβληθέν παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, όταν αποκαλούσαν «κότες» τους συναδέλφους τους, που για δικούς τους λόγους, σε κίνηση τακτικής του συλλόγου, δεν βγήκαν να παίξουν. Όσες αναφορές κι αν γίνουν, δεν φτάνει κανείς εύκολα στο να θίξει τις ευθύνες των προέδρων, των ιδιοκτητών και των λεφτάδων που συμπεριφέρονται σαν να τους ανήκει όχι η ομάδα τους, όχι το ποδόσφαιρο, αλλά και ο εγκέφαλος και ο χρόνος των οπαδών τους.
Έτσι, πολλοί, άκριτα και δίχως ιδιαίτερο κάματο στη σκέψη, καταλήγουν σε έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που αναπαράγεται στην Ελλάδα, ενδεχομένως και διεθνώς, ως ένα αξιοπρόσεκτο παράδειγμα πάταξης της βίας στα γήπεδα: τους χειρισμούς και την αποφασιστικότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν, ως πρωθυπουργός της Αγγλίας (1979-1990), απομάκρυνε τους χούλιγκαν, «καθάρισε» το ποδόσφαιρο και έβαλε τις βάσεις για τις ανέφελες Κυριακές που ζουν οι Άγγλοι φίλαθλοι σήμερα, σε γήπεδα-στολίδια και το άθλημα στο επίκεντρο.
Μέγα ψέμα. Αναλήθεια ολκής, τόσο στην ουσία, αλλά και στους τύπους. Όσο η Θάτσερ ήταν αστροναύτης, άλλο τόσο ενδιαφέρθηκε, πολλώ δε μάλλον έδρασε προς την κατεύθυνση της εξάλειψης της βίας από τα γήπεδα.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΙΖΕΛ ΣΤΟ ΧΙΛΣΜΠΟΡΟ, ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ
Ήδη πριν από τη δεκαετία του ’70, όταν η «Σιδηρά Κυρία» ανέλαβε τη διακυβέρνηση στο Νησί, η κατάσταση με τους χούλιγκαν στο αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν άγρια κι εκτός ελέγχου. Ειδικά στα ‘80s, υπήρξαν αμέτρητα περιστατικά άγριων συμπλοκών και σοβαρών τραυματισμών. Άρσεναλ vs Γουέστ Χαμ το 1982, Μίλγουολ vs Λούτον Τάουν το 1985, Μπέρμιγχαμ vs Λιντς την ίδια χρονιά, Μπράντφορντ Σίτι vs Λίνκολν Σίτι, σε παιχνίδι της 3ης εθνικής κατηγορίας (!), με τη φωτιά στο γήπεδο και 56 νεκρούς… Ο μέσος όρος θεατών στις κερκίδες άγγιζε μετά βίας τις 19.000.
Μια «κανονικότητα» γεμάτη στίγματα, θλίψη και αγριότητες σε τακτική βάση, χειρότερη από αυτή που επικράτησε ποτέ στη Ελλάδα. Τότε ήρθε το Χέιζελ, όπου το «ρολόι» φάνηκε να δείχνει «ώρα-μηδέν».
Ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στη Λίβερπουλ και στη Γιουβέντους,στις Βρυξέλλες, στις 29 Μαΐου 1985, «κηλίδωσε» το βρετανικό ποδόσφαιρο. Μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη έναρξη του αγώνα, οι Άγγλοι χούλιγκαν της αγγλικής ομάδας παραβίασαν ένα κιγκλίδωμα που τους χώριζε από τους Ιταλούς, οι οποίοι οπισθοχώρησαν προς τον τοίχο. Όσοι βρίσκονταν κοντά στον τοίχο συνεθλίβησαν από την πίεση χιλιάδων, ενώ ο τοίχος τελικά κατέρρευσε. Πολλά άτομα αναρριχήθηκαν με ασφάλεια, πολλοί άλλοι, ωστόσο, έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν σοβαρά, γράφοντας μια από τις πιο μαύρες «σελίδες» στην ιστορία του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, ποδοσφαίρου.
Ο θλιβερός απολογισμός κατέγραψε 39 νεκρούς, εκ των οποίων οι 32 ήταν Ιταλοί οπαδοί της Γιουβέντους και πάνω από 600 τραυματίες. Το παιχνίδι τελικά διεξήχθη, παρά την καταστροφή, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω βία.
Η ΘΑΤΣΕΡ ΠΗΡΕ ΤΟ ΜΟΝΟ ΟΠΛΟ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ Το γεγονός ότι υπαίτιοι της τραγωδίας υπήρξαν οι οπαδοί της Λίβερπουλ, οδήγησε την τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας, σε συνεννόηση με την UEFA στην απόφαση να αποκλείσει για 5 χρόνια όλους τους αγγλικούς συλλόγους από τις διοργανώσεις των ευρωπαϊκών κυπέλλων. Οι δε reds έμειναν στην «καραντίνα» για 6. «Δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Το φταίξιμο είναι αποκλειστικά της Αγγλίας. Πρέπει να πατάξουμε τον χουλιγκανισμό και θα διαβούμε ξανά τη θάλασσα για να παίξουμε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, μόνο αν και όταν τελειώσουμε με αυτό το πρόβλημα», είχε πει η πρωθυπουργός.
Η πρωτοβουλία της Θάτσερ να επιβάλλει τέτοια ποινή θαυμάζεται και σήμερα ως μεγαλείο αυτοκριτικής, γενναιότητας, αυτοκυριαρχίας και υποδειγματικής διακυβέρνησης μιας πραγματικής ηγέτιδος. Ψέμα και γελοιότητες. Ανακρίβειες και λάθη.
Λόγους «συνείδησης» επικαλέστηκε η Θάτσερ, σ’ ένα χρονικό σημείο που πολλοί θεωρούν «καμπή», όταν υποτίθεται πως το αγγλικό κράτος έβαλε συντεταγμένα κάτω από το μικροσκόπιο το φαινόμενο του χουλιγκανισμού και κατευθύνθηκε προς τη λύση του.
Ο χουλιγκανισμός δεν εξαλείφθηκε, απλά μετατοπίστηκε έξω από τα γήπεδα, στους δρόμους, τις παμπ, τις στάσεις του μετρό. Θα σκεφτεί κανείς: «Αυτό δηλαδή δεν φτάνει;». Η απάντηση είναι πως πράγματι, η προσπάθεια να εκμηδενίσεις τη βία στην κοινωνία είναι συνεχής και πολλές φορές άσχετη με την προσπάεθεια και τις διαθέσεις του κράτους-δικαίου. Στην περίπτωση της Θάτσερ όμως δεν έγινε καν αυτό.
Η «μάγισσα», όπως την αποκαλούν οι ορκισμένοι πολέμιοί της, δεν ενδιαφέρθηκε για την εξάλειψη της βίας. Έχοντας δαιμονοποιήσει το ποδόσφαιρο και τους οπαδούς, ως πολίτες κατώτερης κατηγορίες και «μόλυνση» για την κοινωνία, τους δαιμονοποίησε συλλήβδην. Στις προτάσεις της στα μέτρα, μετά το Χέιζελ, υπήρχαν πράγματι μέτρα που αργότερα υιοθετήθηκαν, όπως η κάρτα φιλάθλου. Δεν ήταν όμως τα μόνα.
Η Θάτσερ εισηγήθηκε την τοποθέτηση ηλεκτροφόρων συρμάτων έξω από τα γήπεδα, ώστε να αποτρέπουν τους οπαδούς από τις… εξαλλοσύνες. Ο διευθυντής της αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Τεντ Κρόκερ, της είχε πει: «Οι χούλιγκαν είναι πρόβλημα της κοινωνίας. Δεν θέλουμε τους χούλιγκάν σας στο ποδόσφαιρό μας, κυρία Πρωθυπουργέ». Η «σοφή» πρωθυπουργός ωστόσο, είχε άλλη άποψη και δεν σήκωνε μύγα στο «σπαθί» της.
Για τη Θάτσερ όμως οποιοσδήποτε επισκεπτόταν ποδοσφαιρικό γήπεδο ήταν προβληματικός. Έτσι, μείωσε τα κονδύλια για καθηγητές φυσικής αγωγής στα σχολεία, περιόρισε τις ώρες που οι μαθητές έπαιζαν ποδόσφαιρο στα σχολεία στο μάθημα της γυμναστικής και δαιμονοποίησε το σπορ συνολικά ως ευτελή τρόπο διασκέδασης. Αυτή η τυφλή όξυνση και ο εκνευρισμός οδήγησαν σε μια ακόμη ιστορική τραγωδία, «λερωμένη» με περισσότερο αίμα και από το Χέιζελ. Αυτή του γηπέδου Χίλσμπορο το 1989.
Ο Σαμ Άλαρντάις έχει τη δική του άποψη, την οποία εξέφρασε πριν λίγα χρόνια: «Η Θάτσερ σκότωσε το ποδόσφαιρο. Καμιά αμφιβολία επ' αυτού. Από τότε που η Θάτσερ σταμάτησε να πληρώνει δασκάλους και γυμναστές να μένουν στο σχολείο πέρα από τις κανονικές ώρες λειτουργίας του, για να κάνουν τα παιδιά προπονήσεις, ο αριθμός των ταλέντων που βγάζουμε έχει πέσει στο μισό. Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα της μεσαίας τάξης σε αυτήν τη χώρα, και σήμερα μόνο στα πλούσια ιδιωτικά σχολεία μπορούν τα παιδιά να ασχοληθούν πιο σοβαρά με τον αθλητισμό. Τα παιδιά όμως που πηγαίνουν σε αυτά τα σχολεία κατά κανόνα προτιμούν το ράγκμπι. Στους συλλόγους γίνεται σημαντική δουλειά, όμως έχω την αίσθηση ότι αυτή η χώρα παράγει μόνο τα μισά ταλέντα από αυτά που θα μπορούσε να παράγει αν το κράτος δεν είχε σκοτώσει το άθλημα επί Θάτσερ».
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η “TRUTH” ΤΗΣ SUN Στις 15 Απριλίου το Χίλσμπορο φιλοξένησε τον ημιτελικό του FA Cup, μεταξύ της Νότιγχαμ Φόρεστ και της Λίβερπουλ. Τα εγκληματικά λάθη της αστυνομίας οδήγησαν σε εσφαλμένη κατανομή των φιλάθλων, προχειρότητα στο σχεδιασμό της δράσης της και κάκιστη αντίδραση την κρίσιμη στιγμή, οδήγησαν στην είσοδο υπεράριθμων οπαδών της Λίβερπουλ στη βόρεια κερκίδα του σταδίου. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί τρομερή πίεση στους οπαδούς που μπήκαν πρώτοι στο στάδιο. 96 οπαδοί της Λίβερπουλ έχασαν την ζωή τους και 776 τραυματίστηκαν.
Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκίνησε η συκοφάντηση της αστυνομίας και του κράτους εις βάρος των οπαδών της Λίβερπουλ. Ελέχθησαν τρομερά ψέματα ότι ήταν μεθυσμένοι, ότι ουρούσαν πάνω στους νεκρούς, ότι έκλεβαν τα πορτοφόλια τους, λεηλατώντας τις μνήμες τους και «χρωματίζοντας» μια τραγωδία. Η εφημερίδα Sun μόλις το 2012, με πρωτοσέλιδο της, ζήτησε συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων για τα ψέματα που είχε αναπαράγει την εποχή εκείνη, μετά από τις αποδείξεις πως οι καταθέσεις των αστυνομικών το 1989 ήταν ψευδείς, σε ένα ιστορικό πρωτοσέλιδο με τον τίτλο: «H πραγματική αλήθεια».