Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Κάθε καλοκαίρι, στις 19 Ιουνίου, αρκετοί θυμούνται τη φράση «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» που φέρεται να είπε το 1827 ο Κολοκοτρώνης ξεκινώντας την εκστρατεία του εναντίον των νενέκων του Ιμπραήμ. Φέτος όμως, με τις καταγγελίες περί προσκυνήματος και εθνικής προδοσίας να εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την ιστορία της φράσης και από μια άλλη οπτική γωνία.
Πριν από δύο χρόνια δημοπρατήθηκε μια επιστολή του 1822, στην οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει για πρώτη φορά τη φράση «φωτιά και τσεκούρι» καλώντας τους κατοίκους χωριών της Αχαΐας να συμμετάσχουν στην πολιορκία της Πάτρας… ή να υποστούν τις συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά η φράση έχει ταυτιστεί στο συλλογικό υποσυνείδητο (αν και όχι αναγκαστικά και στα βιβλία των ιστορικών) με την έναρξη των επιχειρήσεων του Γέρου του Μοριά εναντίον όσων είχαν προσκυνήσει τον Ιμπραήμ ακολουθώντας το παράδειγμα του Δημητρίου Νενέκου.
Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου» |
Αρβανίτης οπλαρχηγός της επαρχίας Πατρών, ο Νενέκος, αφού πολέμησε με γενναιότητα στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, εξαγοράστηκε μετά το 1825 και έμεινε πιστός στον Ιμπραήμ και μετά την έλευση του Καποδίστρια. Με το πέρασμα των χρόνων το όνομα του Νενέκου έγινε συνώνυμο του δωσιλογισμού και της εθνικής προδοσίας. Αντίστοιχο παράδειγμα σε άλλες χώρες είναι το όνομα Κούισλινγκ, από τον δεξιό Νορβηγό πολιτικό που κάλεσε τη ναζιστική Γερμανία να εισβάλει και να «σώσει» τη χώρα του – και φυσικά ανταμείφθηκε με τη θέση του δοτού πρωθυπουργού.
Παρά το γεγονός ότι η φράση του Κολοκοτρώνη αποδίδεται συνήθως σε συνιστώσες της λεγόμενης ροβεσπιερικής Αριστεράς, η οποία δεν καταδικάζει την επαναστατική βία «απ’ όπου και αν προέρχεται», είναι αναρίθμητα τα περιστατικά όπου χρησιμοποιήθηκε από τη φιλοχουντική, τη φιλοβασιλική ή τη φιλοφασιστική Δεξιά (ή συνδυασμούς των προηγουμένων). «Φωτιά και Τσεκούρι» λεγόταν το βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ για τον εμφύλιο πόλεμο – το οποίο τασσόταν τόσο μεροληπτικά με τους νικητές ώστε εξυμνήθηκε μόνο στα χρόνια της επταετίας (οπότε και τυπώθηκε) και στη συνέχεια ξεχάστηκε για χρόνια ακόμη και από την Ακρα Δεξιά.
Φωτιά και τσεκούρι φώναζαν και χουντικοί αλλά ακόμη και χιτλερικοί στις επετείους μίσους στην Πηγάδα του Μελιγαλά, την εποχή μάλιστα που τις επισκεπτόταν και ο Αντώνης Σαμαράς. Και φυσικά με φωτιά και τσεκούρι απειλούσε τη Νέα Δημοκρατία (!) ο Μάκης Βορίδης, όταν ακόμη διατηρούσε τον τίτλο του πνευματικού τέκνου του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Θεωρητικά κάθε σοβαρή αναφορά σε φωτιές και τσεκούρια -εκτός επαναστατικής περιόδου- είναι εκ προοιμίου καταδικαστέα. Από τη στιγμή όμως που πολιτικοί, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, άρχισαν την περασμένη εβδομάδα να απειλούν τα μέλη της κυβέρνησης ακόμη και με εκτελεστικό απόσπασμα όπως αυτό στο Γουδί, η λεκτική βία επέστρεψε ακόμη και στο εσωτερικό της Βουλής.
Το πρόβλημα δεν ήταν πλέον ποιος θα πλειοδοτούσε σε ακραίες εκφράσεις, αλλά πώς θα προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι σύγχρονοι νενέκοι που θα έπρεπε να τιμωρηθούν (πάντα συμβολικά) με φωτιά και τσεκούρι.
Με δεδομένο ότι ο Κολοκοτρώνης έδινε μια μάχη με ισχυρά εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, οι σύγχρονοι νενέκοι θα έπρεπε να είναι τα μέλη του λεγόμενου «κλαμπ της λογικής» που υποστηρίζουν τους δανειστές στη διαπραγμάτευση με την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά τόσο ο Λ. Λιαρόπουλος («Γερά Γερούν»), ο Τζήμερος («Μέρκελ τράβα την πρίζα, ούτε ένα ευρώ στα λαμόγια») ή και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου («Ελπίζω το ΔΝΤ να μην υποχωρήσει») αντιμετωπίστηκαν με τη γνωστή φράση των μαυραγοριτών «Βάστα, Ρόμελ» και όχι με αναφορές σε νενέκους.
Μια πιθανή εξήγηση για το θέμα, την οποία αλιεύσαμε από το twitter, υποστηρίζει ότι ο Κολοκοτρώνης μαχόταν όσους προσκύνησαν στους Τούρκους, «από τους οποίους μας έσωσε η Ευρώπη» – υπονοείται δηλαδή ότι η ελληνική επανάσταση εξασφάλιζε την πορεία προς την Ευρώπη, όπως κάνουν και οι σημερινοί υποστηρικτές του Βερολίνου και συνεπώς δεν τους αρμόζει ο τίτλος του νενέκου.
Την κατάσταση όμως ήρθε να περιπλέξει ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, όταν έθεσε το δίλημμα «Κούγκι ή ευρωπαϊκή πορεία;» Εδώ μια πράξη αντίστασης της ελληνικής επανάστασης παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με τον φιλοευρωπαϊσμό, υπονοώντας ότι η πορεία προς την Ευρώπη δεν επιτυγχάνεται με πράξεις αυτοθυσίας και εθνικής αξιοπρέπειας αλλά περνά μέσα από την υποτέλεια και το «προσκύνημα».
Το πρόβλημα σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι και οι δυο πλευρές συχνά συγχέουν τον ευρωπαϊσμό με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν όμως υποθέσει κανείς ότι η Ε.Ε. βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τα ιδεώδη του ευρωπαϊσμού (ελευθερία, δημοκρατία κ.λπ.), το πρόβλημα λύνεται ως διά μαγείας. Υπό αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Κολοκοτρώνης πράγματι μαχόταν για μια «πορεία προς την Ευρώπη» χρησιμοποιώντας όση βία είχε χρησιμοποιηθεί και στις άλλες αστικές επαναστάσεις της εποχής του. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, έγραψε κάποτε ο Σλαβόι Ζίζεκ, γεννήθηκε με τη λέξη οργή (από την πρώτη λέξη της Ιλιάδας, «μήνιν») και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους νενέκους του 19ου αιώνα ούτε με τους Κουίσλινγκ του 20ού.
Και εσείς έτσι σοφοί που γίνατε, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβατε οι νενέκοι ποιοι είναι.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών 20/6/2015
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Κάθε καλοκαίρι, στις 19 Ιουνίου, αρκετοί θυμούνται τη φράση «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» που φέρεται να είπε το 1827 ο Κολοκοτρώνης ξεκινώντας την εκστρατεία του εναντίον των νενέκων του Ιμπραήμ. Φέτος όμως, με τις καταγγελίες περί προσκυνήματος και εθνικής προδοσίας να εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την ιστορία της φράσης και από μια άλλη οπτική γωνία.
Πριν από δύο χρόνια δημοπρατήθηκε μια επιστολή του 1822, στην οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει για πρώτη φορά τη φράση «φωτιά και τσεκούρι» καλώντας τους κατοίκους χωριών της Αχαΐας να συμμετάσχουν στην πολιορκία της Πάτρας… ή να υποστούν τις συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά η φράση έχει ταυτιστεί στο συλλογικό υποσυνείδητο (αν και όχι αναγκαστικά και στα βιβλία των ιστορικών) με την έναρξη των επιχειρήσεων του Γέρου του Μοριά εναντίον όσων είχαν προσκυνήσει τον Ιμπραήμ ακολουθώντας το παράδειγμα του Δημητρίου Νενέκου.
Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου» |
Αρβανίτης οπλαρχηγός της επαρχίας Πατρών, ο Νενέκος, αφού πολέμησε με γενναιότητα στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, εξαγοράστηκε μετά το 1825 και έμεινε πιστός στον Ιμπραήμ και μετά την έλευση του Καποδίστρια. Με το πέρασμα των χρόνων το όνομα του Νενέκου έγινε συνώνυμο του δωσιλογισμού και της εθνικής προδοσίας. Αντίστοιχο παράδειγμα σε άλλες χώρες είναι το όνομα Κούισλινγκ, από τον δεξιό Νορβηγό πολιτικό που κάλεσε τη ναζιστική Γερμανία να εισβάλει και να «σώσει» τη χώρα του – και φυσικά ανταμείφθηκε με τη θέση του δοτού πρωθυπουργού.
Παρά το γεγονός ότι η φράση του Κολοκοτρώνη αποδίδεται συνήθως σε συνιστώσες της λεγόμενης ροβεσπιερικής Αριστεράς, η οποία δεν καταδικάζει την επαναστατική βία «απ’ όπου και αν προέρχεται», είναι αναρίθμητα τα περιστατικά όπου χρησιμοποιήθηκε από τη φιλοχουντική, τη φιλοβασιλική ή τη φιλοφασιστική Δεξιά (ή συνδυασμούς των προηγουμένων). «Φωτιά και Τσεκούρι» λεγόταν το βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ για τον εμφύλιο πόλεμο – το οποίο τασσόταν τόσο μεροληπτικά με τους νικητές ώστε εξυμνήθηκε μόνο στα χρόνια της επταετίας (οπότε και τυπώθηκε) και στη συνέχεια ξεχάστηκε για χρόνια ακόμη και από την Ακρα Δεξιά.
Φωτιά και τσεκούρι φώναζαν και χουντικοί αλλά ακόμη και χιτλερικοί στις επετείους μίσους στην Πηγάδα του Μελιγαλά, την εποχή μάλιστα που τις επισκεπτόταν και ο Αντώνης Σαμαράς. Και φυσικά με φωτιά και τσεκούρι απειλούσε τη Νέα Δημοκρατία (!) ο Μάκης Βορίδης, όταν ακόμη διατηρούσε τον τίτλο του πνευματικού τέκνου του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Θεωρητικά κάθε σοβαρή αναφορά σε φωτιές και τσεκούρια -εκτός επαναστατικής περιόδου- είναι εκ προοιμίου καταδικαστέα. Από τη στιγμή όμως που πολιτικοί, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, άρχισαν την περασμένη εβδομάδα να απειλούν τα μέλη της κυβέρνησης ακόμη και με εκτελεστικό απόσπασμα όπως αυτό στο Γουδί, η λεκτική βία επέστρεψε ακόμη και στο εσωτερικό της Βουλής.
Το πρόβλημα δεν ήταν πλέον ποιος θα πλειοδοτούσε σε ακραίες εκφράσεις, αλλά πώς θα προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι σύγχρονοι νενέκοι που θα έπρεπε να τιμωρηθούν (πάντα συμβολικά) με φωτιά και τσεκούρι.
Με δεδομένο ότι ο Κολοκοτρώνης έδινε μια μάχη με ισχυρά εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, οι σύγχρονοι νενέκοι θα έπρεπε να είναι τα μέλη του λεγόμενου «κλαμπ της λογικής» που υποστηρίζουν τους δανειστές στη διαπραγμάτευση με την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά τόσο ο Λ. Λιαρόπουλος («Γερά Γερούν»), ο Τζήμερος («Μέρκελ τράβα την πρίζα, ούτε ένα ευρώ στα λαμόγια») ή και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου («Ελπίζω το ΔΝΤ να μην υποχωρήσει») αντιμετωπίστηκαν με τη γνωστή φράση των μαυραγοριτών «Βάστα, Ρόμελ» και όχι με αναφορές σε νενέκους.
Μια πιθανή εξήγηση για το θέμα, την οποία αλιεύσαμε από το twitter, υποστηρίζει ότι ο Κολοκοτρώνης μαχόταν όσους προσκύνησαν στους Τούρκους, «από τους οποίους μας έσωσε η Ευρώπη» – υπονοείται δηλαδή ότι η ελληνική επανάσταση εξασφάλιζε την πορεία προς την Ευρώπη, όπως κάνουν και οι σημερινοί υποστηρικτές του Βερολίνου και συνεπώς δεν τους αρμόζει ο τίτλος του νενέκου.
Την κατάσταση όμως ήρθε να περιπλέξει ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, όταν έθεσε το δίλημμα «Κούγκι ή ευρωπαϊκή πορεία;» Εδώ μια πράξη αντίστασης της ελληνικής επανάστασης παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με τον φιλοευρωπαϊσμό, υπονοώντας ότι η πορεία προς την Ευρώπη δεν επιτυγχάνεται με πράξεις αυτοθυσίας και εθνικής αξιοπρέπειας αλλά περνά μέσα από την υποτέλεια και το «προσκύνημα».
Το πρόβλημα σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι και οι δυο πλευρές συχνά συγχέουν τον ευρωπαϊσμό με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν όμως υποθέσει κανείς ότι η Ε.Ε. βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τα ιδεώδη του ευρωπαϊσμού (ελευθερία, δημοκρατία κ.λπ.), το πρόβλημα λύνεται ως διά μαγείας. Υπό αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Κολοκοτρώνης πράγματι μαχόταν για μια «πορεία προς την Ευρώπη» χρησιμοποιώντας όση βία είχε χρησιμοποιηθεί και στις άλλες αστικές επαναστάσεις της εποχής του. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, έγραψε κάποτε ο Σλαβόι Ζίζεκ, γεννήθηκε με τη λέξη οργή (από την πρώτη λέξη της Ιλιάδας, «μήνιν») και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους νενέκους του 19ου αιώνα ούτε με τους Κουίσλινγκ του 20ού.
Και εσείς έτσι σοφοί που γίνατε, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβατε οι νενέκοι ποιοι είναι.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών 20/6/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.