Οι σημειώσεις για τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό είναι μια σειρά κειμένων χωρίς γραμμική αφήγηση αλλά όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη για τις εκφάνσεις του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Είτε για το πώς εμφανίζεται ως τέτοιος, είτε πως ΔΕΝ εμφανίζεται ως τέτοιος και παραμένει αόρατος. Και φυσικά προτάσεις για την αντιμετώπισή του.
Συνηθίζουμε όταν μιλάμε για τον ολοκληρωτισμό στο σήμερα να χρησιμοποιούμε την έννοια του φασισμού. Η χρήση της παρομοίωσης εξυπηρετεί κυρίως την συναισθηματική και ιστορική εγρήγορση και τα αντανακλαστικά απέναντι στο φασισμό και είναι χρήσιμο ως εκεί. Πέρα από αυτό όμως εμφανίζονται 2 προβλήματα με τη χρήση των εννοιών έξω από το ιστορικό τους πλαίσιο. 1) Αποϊστορικοποιεί το φαινόμενο και το παρουσιάζει σαν μια σκοτεινή περίοδο ανορθολογισμού και παράνοιας, σαν ένα ιστορικό ατύχημα και όχι ως αυτό που είναι. Δομική συνέπεια της εξουσίας του κράτους. 2) Ιδεολογικοποιεί την ιστορική συγκυρία και αυτό δεν βοηθάει την ανάλυση των συγκεκριμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και άρα την παραγωγή εκτιμήσεων και στρατηγικών για την αντιμετώπισή του. Χρησιμοποιούμε δηλαδή παλιές μεθόδους σε νέα προβλήματα που μπορεί να είναι αναποτελεσματικές.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στο ιδεολογικό επίπεδο της σημερινής εποχής με παλιότερες εποχές ολοκληρωτισμού όπως την εποχή του μεσοπολέμου και της ανάδυσης του φασισμού και του ναζισμού. Τις εποχές εκείνες το πολιτικό στοιχείο – με την κλασική έννοια του όρου – ήταν αυτό που καθόριζε και συγκροτούσε το δημόσιο λόγο και τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε αναπτύχθηκαν δύο ολότελα καινούριες ιδεολογίες (φασισμός/ναζισμός) όπως επίσης αναπτύχθηκαν και πραγματώθηκαν τηρουμένων των αναλογιών οι ήδη υπάρχουσες ιδέες του κομμουνισμού και του αναρχισμού (Σοβιετική Ένωση, Ισπανία). Σήμερα, δεν έχουμε μια τέτοια ένταση στην παραγωγή της πολιτικής. Και αυτό δεν θα μπορέσουμε να το καταλάβουμε αν δεν δούμε 2 πράγματα. Την κουλτούρα/θέαμα και την τεχνοεπιστήμη. Ας δούμε το δεύτερο τώρα.
Η απαραίτητη συνθήκη για τον φασισμό δεν είναι η ιδεολογία του φασισμού όπως αναπτύχθηκε υπό το δόγμα που ανέπτυξε ο Μουσολίνι. Η ιδεολογία είναι ένα στολίδι, ένα ένδυμα το οποίο φυσικά δεν έχει διακοσμητικό χαρακτήρα αλλά υπηρετεί την λειτουργία της ιδεολογικής αναπαραγωγής του συστήματος. Και η ιδεολογική/φαντασιακή λειτουργία είναι το μισό της δουλειάς. Απαραίτητη συνθήκη για τον φασισμό είναι το κράτος. Το πρώτο κείμενο αυτής της απόπειρας διερευνά (ιστορικά και όχι με όρους αξιών) το ζήτημα «εκλογές και σύριζα» και αν ψηφίζουμε ως κόσμος των κινημάτων στις εκλογές της 25ης Γενάρη 2015. Το ερώτημα είχε τεθεί πραγματικά τις ημέρες εκείνες (πριν από ένα χρόνο) και πολύς κόσμος έκρινε/εκτίμησε ότι θα έπρεπε να ψηφίσει. Εκεί, λοιπόν, γράφω πως «..ο σύριζα όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αυτής της χώρας είναι φορέας της πιο διάχυτης ιδεολογίας: τον κρατισμό.» Κρατισμό δεν εννοώ την λατρεία του κράτους ως μορφή οργάνωσης, όπως θα έκαναν οι παραδοσιακοί φασίστες αλλά την αντίληψη ότι το κράτος είναι ένα ουδέτερο μέσο, αντικειμενικό – σχεδόν φυσικό φαινόμενο – και το οποίο πρέπει απλά κάποια κυβέρνηση να διαχειριστεί σωστά. Αν το διαχειριστεί σωστά, όπως αρμόζει η ουδετερότητά του, τότε όλα θα λειτουργήσουν μια χαρά. Αυτή είναι μια έκφραση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
Όποιον κι αν ρωτήσεις, από οποιοδήποτε σχεδόν φάσμα της κυρίαρχης πολιτικής θα σου πει ότι δεν έχουμε κράτος, ότι θα έπρεπε να έχουμε ένα σοβαρό, ευρωπαϊκό κράτος. Και αυτό δεν κρίνεται ποτέ ως αυτό που είναι. Ως η οργάνωση των κεφαλαιοκρατών. Το κράτος έχει αποικίσει το παρελθόν, ειδικά στις χώρες όπου το κράτος είναι εγκαθιδρυμένο μερικούς αιώνες τώρα και αποικίζει και το μέλλον. Με την έννοια ότι εμφανίζεται σα φυσική πραγματικότητα, φυσική οργάνωση της κοινωνίας. Υπήρχε από πάντα και θα υπάρχει για πάντα. Και όχι ότι είναι μια ιστορική εμφάνιση ανάμεσα στις πολλές άλλες.
Αυτή η ιδεολογία συνοδεύεται και συγκροτείται από την ιδεολογία της τεχνοεπιστήμης. Η οποία δηλώνει για τον εαυτό της από τη μια μεριά, πως η επιστήμη είναι ο μόνος έγκυρος, αξιόπιστος και αντικειμενικός τρόπος να γνωρίσουμε τον κόσμο και από την άλλη πως η τεχνολογία είναι ένα ουδέτερο μέσο που είναι στην ευχέρεια του χρήστη να καθορίσει τον καλό ή κακό σκοπό της. Η ηγεμονία του πρώτου είναι τόσο πλατιά και βαθιά που σήμερα έχει καταστεί δυνατό το αντίστροφο. Όχι να λέμε απλά ότι η επιστημονική μέθοδος είναι ένας καλός τρόπος να γνωρίσουμε αλλά ότι επειδή χρησιμοποιήσαμε την επιστημονική μέθοδο γνωρίσαμε. Είναι γνώση επειδή είναι επιστημονική. Ταυτίσαμε και περιορίσαμε τη γνώση για τον κόσμο στους ορισμούς της επιστήμης. Ως προς το δεύτερο κομμάτι, οι τεχνολογίες γίνονται συνεχώς αντιληπτές όχι ως έκφραση και αναπαραγωγή συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων αλλά ως μια αναπόδραστη εξέλιξη προς τα μπρος, προς μια πρόοδο αναγκαστικά καλή. Με το «αναγκαστικά καλή» θέλω να πω πως ακόμα κι αν κάποιος ασκήσει μια κριτική στο κινητό τηλέφωνο για τις κοινωνικές του επιδράσεις, δεν αμφισβητείται καθόλου η τεχνική καθεαυτή. Δεν γίνεται αντιληπτή η τεχνική ως κοινωνική σχέση και όχι ως κάτι εξωτερικό σε αυτήν που την επηρεάζει. Το κινητό δεν το αντιμετωπίζουμε ως μια νέα χωροχρονική σχέση με τον κόσμο, δηλαδή, τους ανθρώπους, την παραγωγή, το δημόσιο/κοινό χώρο αλλά ως μια εξέλιξη της επικοινωνίας.
Η τεχνοεπιστήμη, λοιπόν, ως ιδεολογία και ως σύνολο πρακτικών, μεθόδων και θεσμών έχει καταφέρει το αντίστοιχο που είχε καταφέρει η θεολογία. Ποιο; Η θεολογία είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στον εαυτό της δύο εντελώς ασύμβατα πράγματα μεταξύ τους. Από τη μια, το πώς είναι ο κόσμος και από την άλλη, το πώς να γνωρίσουμε και να δημιουργήσουμε τον κόσμο. Έγινε δηλαδή το εργαλείο κατανόησης του κόσμου και ο κόσμος ο ίδιος. Αυτό έχει καταφέρει και η τεχνοεπιστήμη. Πράγμα ασύμβατο διότι δεν μπορείς να κατανοείς κάτι με ένα εργαλείο, έναν τρόπο, μια μέθοδο και αυτή να ταυτίζεται τελικά με αυτό που θες να κατανοήσεις.
Όλο αυτό δεν είναι παρά η ιδεολογία και οι πρακτικές του Κεφαλαίου που έχουν αντικειμενοποιηθεί και μας παρουσιάζονται σαν υπερκοινωνικές. Όπως και το εμπόρευμα που έχει αποσπαστεί από τον παραγωγό του. Αυτά βρίσκονται στον πυρήνα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα κατανοητό χωρίς αυτή την κίνηση. Και αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά της εποχής της εμφάνισης των ολοκληρωτισμών με τη σημερινή. Αν εκείνη την εποχή το πολιτικό με την κλασική έννοια ήταν κυρίαρχο χρειαζόταν ηγέτες να συγκινήσουν τα πλήθη (μουσολίνι, χίτλερ). Σήμερα, δεν είναι αυτή η ιδεολογία. Δείτε την Ευρώπη. Δεν υπάρχουν ηγέτες με την παλιά έννοια. Αυτό που αποζητάνε σήμερα οι λαοί είναι managers. Ένα καλό παιδί για τα κοινόχρηστα. Που δεν θα τους πολυπρήζει, όπου θα κάνει τη δουλειά αθόρυβα, όπου θα ξέρει τη δουλειά και «δε θα μπλέκουμε εμείς». Αυτό είναι ο Τσίπρας, αυτό είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι καλά παιδιά που μπορούν να κάνουν τη δουλειά. Να χειριστούν το ουδέτερο κράτος. Ο Τσίπρας δεν χρειάστηκε και ούτε θα χρειαστεί να γίνει Ανδρέας. Φυσικά, όλα αυτά είναι η κυρίαρχη τάση και ειδικά για την Ελλάδα δεν ισχύουν (ακόμα) σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως σε άλλα μέρη που το Κεφάλαιο έχει ηγεμονεύσει σχεδόν απόλυτα. Και ισχύουν πολύ περισσότερο απ’ ότι σε άλλες περιοχές όπως στην Τσιάπας ή στη Ροζάβα. Και εδώ να σημειώσουμε ότι ακριβώς επειδή το Κεφάλαιο δεν έχει ηγεμονεύσει τόσο βαθιά είναι δυνατές οι επαναστάσεις σε αυτά τα μέρη και όχι με τις ανοησίες των ορθόδοξων μαρξιστών περί ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και επιστημονικών σοσιαλισμών. Ίσα ίσα ο ορθόδοξος μαρξισμός πρέπει να ειδωθεί μέσα από το πρίσμα της τεχνοεπιστήμης και της προόδου μέσα δηλαδή από την ιδεολογική ηγεμονία του Κεφαλαίου και της εξουσίας. Είναι παιδί τους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις κυβερνήσεις Μόντι, Παπαδήμου οι οποίες μόνον χάριν της κυριαρχίας της ιδεολογίας που συζητάμε έγιναν αποδεκτές και δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτό που ήταν – ακόμα και με όρους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: τεχνοκρατικές δικτατορίες. Ειδικοί που ξέρουν να διαχειρίζονται το σύγχρονο, σύνθετο θεσμό του κράτους, που καταλαβαίνουν τι είναι τα cds κτλ. Το αντικείμενο της πολιτικής έχει γίνει αντικείμενο των ειδικών. Και ο κόσμος δε θέλει να έχει σχέση. Και αυτό δεν είναι ιδεολογικό μόνο, είναι και πραγματικό. Είναι προσδεδεμένο στις ανάγκες μας. Έχουμε απομακρυνθεί από τον τρόπο που επικοινωνούμε (κανείς δε ξέρει πως λειτουργεί το κινητό, ο υπολογιστής) από την παραγωγή της τροφής (δεν ξέρουμε καν με ποιον τρόπο και από τι παράγονται κάποιες τροφές), από την ανάγκη για ένδυση. Όλα όσα εμφανίζονται ως εξέλιξη στις ζωές μας δεν είναι παρά η απόσπαση της ζωής μας από το Κεφάλαιο. Είναι εξέλιξη αλλά μόνο για το Κεφάλαιο. Για εμάς είναι αλυσίδες και ένδεια γνώσεων και τρόπων παραγωγής. Χάνοντας την δυνατότητα να γνωρίζουμε για τα καθημερινά πράγματα της ζωής μας έχουμε ανάγκη τους ειδικούς του Κεφαλαίου¹.
Έτσι, στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό δεν απαιτούνται μουσολίνι και παπανδρέου για να συμπυκνώσουν/πραγματώσουν την κυριαρχία του Κεφαλαίου. Αυτό γίνεται δυνατό με τις τεχνικές και την απομάκρυνσή μας από το αντικείμενο του πολιτικού, την κοινή ζωή. Απαιτούνται σήμερα λοιπόν καλοί διαχειριστές. Χαμογελαστοί, ευδιάθετοι που να τους αγκαλιάζουν όλους και να συνομιλούν με όλους. Χωρίς φωνασκίες και εκρήξεις. Σαν ένας καλός HR (Human Resource) Manager, ένας Βαρουφάκης. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός δεν απαιτεί έναν Μιχαλολιάκο, έναν Μουσολίνι αλλά έναν Νταϊσελμπλούμ. Αυτή η ανάγκη έχει γίνει ξεκάθαρη και σε όλα τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης (βλ. Σουηδία).
Τι πετυχαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή θα επιτελέσει και θα προσπαθήσει να ολοκληρώσει την επίθεση του κεφαλαίου. Αυτό που πετυχαίνει είναι να απονομιμοποιήσει κοινωνικά την Αριστερά, γεγονός που θα συμπαρασύρει όλη την Αριστερά (ανταρσυα, λαε κοκ). Διότι με τον ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερά εμφανίστηκε με την πραγματική λειτουργία της. Ας αφήσουμε έναν συριζαίο να μιλήσει γι’ αυτό: «Η μεγαλύτερη επιτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ –με τους Αν.Έλλ., δυστυχώς– είναι ότι υπήρξε. Το ότι στα δύσκολα χρόνια της πολιτικής πόλωσης, που επεξέτειναν η κρίση και τα μνημόνια στην Ελλάδα, το ελληνικό πολίτευμα και η κοινωνία του τόπου αυτού έδωσαν την κυβέρνηση στην Αριστερά χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι. Η οργή, η απόγνωση και η οδύνη του ελληνικού λαού διοχετεύθηκε χωρίς μεγάλες εντάσεις, και έτσι η υπόθεση «κυβέρνηση της Αριστεράς», και μάλιστα για πρώτη φορά ριζοσπαστική Αριστερά σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση, απομυθοποιήθηκε… Στην Ελλάδα, τα πέντε τελευταία χρόνια, η ένταση του πολιτικού (δια)λόγου οξύνθηκε, παρέες χωρίσανε, φιλίες τελείωσαν μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών», αλλά ως εκεί. Αυτό μπορεί εσχάτως να πιστωθεί και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο, παρά τις εξόφθαλμες παθογένειές του, στα δύσκολα έδειξε μια κάποια ωριμότητα. Αν μη τι άλλο, αυτό το πιστώνονται όλοι: τόσο η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και ο μεταβατικός –μέχρι νεωτέρας– πρόεδρος της ΝΔ και η νέα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Η κατάσταση αυτή μαρτυρά ένα εδραιωμένο δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του και τους εντεινόμενους εκφυλισμούς του τα τελευταία χρόνια, καταφέρνει και δίνει θεσμικές και έλλογες διεξόδους στα οξεία προβλήματα που ζορίζουν την κοινωνία μας.»
Η Αριστερά είναι απαραίτητο κομμάτι αυτού του εδραιωμένου πολιτεύματος, αποτελεί δηλαδή το απαραίτητο, αναγκαίο συστατικό του σύγχρονου κράτους, του Κεφαλαίου. Είναι αυτή που κατάφερε να μην υπάρξουν εντάσεις, να μην ανοίξει ρουθούνι, να μην οξυνθούν, δηλαδή, οι ταξικές αντιθέσεις. Και το κάνει αυτό με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Με την συγκυβέρνηση με μια κλασική ακροδεξιά του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Ο χαρακτηρισμός «εθνολαϊκισμός» από μερικούς αντιπάλους δεν είναι και πολύ ατυχής. Αυτή όμως η περίεργη ιδεολογική σούπα που επικυρώνει τις επιθυμίες του Κεφαλαίου καταφέρνει να χτίσει κάτι καινούριο; Μια άρση του διαχωρισμού Δεξίας – Αριστεράς στο όνομα της ορθολογικής και ανθρωποκεντρικής διαχείρισης του κράτους; Αν και την ιδεολογία της αξιοκρατίας και του ορθολογισμού την εκφράζουν με μεγαλύτερη σαφήνεια άλλοι πολιτικοί φορείς είναι οι συριζα/ανελ αυτοί που καταφέρνουν να πετύχουν την ηγεμονία αυτής της αντίληψης για το κράτος. Διότι είναι αυτοί που εκπροσώπησαν έναν κόσμο πολιτισμικά, ιδεολογικά και ταξικά που είχε μια απόσταση από αυτή την αντίληψη για το κράτος και με τις πράξεις τους τους πείσανε/«αποδείξανε» ότι δεν υπάρχει εναλλακτική παρά μόνο η συνέχεια του κράτους. Έτσι, στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους ότι δεν κατάφερε ο Σημίτης θα το πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ποια θέση βρισκόμαστε εμείς;
Δεν γίνεται να ξεχνάμε πως έχουμε χάσει². Στη χρονική στιγμή που είμαστε δηλαδή. Ας πούμε αν θέσουμε ως χρονικό κριτήριο την περίοδο 2009-2015. Επίσης, η επίθεση του Κεφαλαίου δεν έχει ολοκληρωθεί (και γενικά δεν ολοκληρώνεται από μόνη της παρά μόνον από την ταξική πάλη). Αυτό που έχει ολοκληρωθεί – προς το παρόν – είναι η κοινωνική του νομιμοποίηση, αποδοχή ως κάτι απαραίτητο και θετικό. Με την ήττα της Αριστεράς, οι υπήκοοι του κράτους (που δυνάμει διεξάγουν τον ταξικό πόλεμο ενάντια στα αφεντικά) απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από αυτό. Το γεγονός ότι αποδέχονται και συναινούν σε ότι αυτό εφαρμόζει απορρέει από την έλλειψη προοπτικής στο κοινοβουλευτικό επίπεδο και από μια είδους κοινωνική κατάθλιψη. Δεν ασχολούνται πλέον ούτε καν με το τι εφαρμόζεται και νομοθετείται. Αυτό είναι μια μεγάλη ήττα για το κράτος και ανησυχεί και τρέμει γι’ αυτό. Με τα λόγια του ίδιου: «Τα δεδομένα της κάλπης τα επιβεβαίωναν και οι δείκτες των δημοσκοπήσεων, η ετυμηγορία των οποίων ήταν σαφής: Οι πολίτες αποσύρονται όλο και περισσότερο από την δημόσια σφαίρα, μηδενίζουν τις προσδοκίες τους από την πολιτική, χάνουν την επαφή με τα κόμματα… Αλλά είναι δύσκολο ν αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να χαιρετίσει ένα πρώτο, μετά από καιρό, δειλό σημάδι επιστροφής των πολιτών στις άδειες κερκίδες της πολιτικής πράξης».
Το κράτος σε θέλει συμμέτοχο, να νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μέρος της κίνησής του. Το δημοψήφισμα ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Αυτή η απομάκρυνση από το κράτος πρέπει να συνοδευτεί από την ιδεολογική του αποδόμηση. Πράγμα δύσκολο για την εποχή και τη συγκυρία αλλά αυτή είναι η δουλειά μας. Και αυτή η δουλειά δεν μπορεί να είναι θεωρητική. Αλλά πρέπει να βασίζεται στην ανάγκη. Πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας από κοινού πέρα από το κράτος. Μόνο στο βαθμό που μπορούμε στο εδώ και τώρα να βιώνουμε έναν ελάχιστο κομμουνισμό μπορούμε να καταστήσουμε το κράτος ιδεολογικά, φαντασιακά και υλικά αχρείαστο. Χωρίς τέτοιες κινήσεις, οι διακηρύξεις ενάντια στο κράτος φαντάζουν στην κοινωνία και ακόμα και σε μας σαν ευχολόγια για ουτοπίες που μας ικανοποιούν συναισθηματικά. Σα να θέλουμε να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι «εμείς τα λέγαμε».
(Η συνέχεια στο επόμενο. Κάθε άρθρο έχει συγκεκριμένο μέγεθος για να μπορεί να διαβαστεί. Τα σεντόνια δεν βοηθάνε)
¹ Δεν είναι η ειδίκευση και οι ειδικοί το πρόβλημα αλλά η κεφαλαιοκρατική σχέση εξουσίας. Το γεγονός ότι αυτή διαμορφώνει τις σχέσεις της αναπαραγωγής της ζωής. Προσδένει τη ζωή στο κεφάλαιο. Από την άλλη όμως είναι βέβαιο πως αυτός ο βαθμός ειδίκευσης δεν θα ήταν ποιοτικά ή/και ποσοτικά τέτοιος αν το κίνητρο της οικονομικής δραστηριότητας ήταν οι ανάγκες μιας κοινωνίας ελεύθερης και όχι το κέρδος όπως είναι σήμερα.
² Η ήττα και η νίκη δεν είναι απόλυτες, τελεσίδικες ή αναπόδραστες. Για να είμαστε σαφείς, η ήττα και η νίκη προϋποθέτουν την επιλογή ενός χρονικού σημείου/ορίου ως κριτήριο για να αποτιμήσουμε το αποτέλεσμα. Δηλαδή, είναι απαραίτητο να ορίσουμε μια στιγμή (π.χ. το έτος 2015) ώστε να απολογίσουμε, αποτιμήσουμε, κρίνουμε και εκτιμήσουμε για τη συνέχεια. Και σε αυτή τη στιγμή θα κρίνουμε την νίκη ή την ήττα. Και αυτό είναι σημαντικό για να μπορούμε να συνεχίζουμε σε στέρεες βάσεις, στην ιστορία και όχι με αναφορά μια ιδεολογική προβολή απάνω στην ιστορία.
athens indymedia
black athena
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.