Από τον πρόλογο της Βερόνικας Ένγκλερ:
[...] Ο Έκτορας, μας παραδίδει την εξιστόρησή του για τα γεγονότα του 2002, όταν μια βόμβα έσκασε στα χέρια του Σάββα Ξηρού, μας μιλάει για την πρώτη ανάκρισή του στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, στα δώδεκα μόλις χρόνια του. Μας κάνει κοινωνούς του μιντιακού εξαναγκασμού που αντιμετώπισαν μαζί με τη μητέρα του Αγγελική, την ασφυκτική καταδίωξη που υπέφεραν. Μας γνωρίζει την παιδική του ηλικία και τα χρόνια που ταξίδευε και μάθαινε από τους γονείς του για την ιστορία των αγώνων για την ελευθερία, για την αγάπη στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τη φύση και τα ζώα. Γράφει για την φυλάκιση του πατέρα του, Δημήτρη, τα επισκεπτήρια και τον τρόπο που επικοινωνούσε μαζί του. [...]
[...] Να μπορείς να πεις αυτή την ιστορία είναι απελευθερωτικό, είναι γενναίο, και είναι ένας τρόπος να μαθευτεί η αλήθεια που κρύβει η εξουσία, που οι πολιτικοί διαστρεβλώνουν μέσα από τον Τύπο, αυτό το φονικό όπλο τους. Θέλω να είναι πολλοί αυτοί που θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο και θα μάθουν αυτά που έγιναν στην Ελλάδα με την 17Ν, σε μια ευρύτερη προσέγγιση, από τα πολιτικά γεγονότα μέχρι τη βαθιά ευαισθησία ενός παιδιού που μετατρέπεται σε αγωνιστή. Θέλω να είναι πολλοί αυτοί που θα δουν την άλλη πλευρά της ιστορίας, αυτήν που μας κρύβει ο Τύπος και η κυβέρνηση. [...]
[...] Η Βερόνικα Ένκλερ είναι η κόρη του Χένρι Ένκλερ, κεντρικού στελέχους του MLN - Τουπαμάρος. Ήταν πολύ μικρή όταν φυλάκισαν τον πατέρα της, μαζί με τους άλλους οκτώ ομήρους της ηγεσίας των Τουπαμάρος, από το 1972 μέχρι το 1985. Όλα αυτά τα χρόνια είχε να ακολουθεί τον πατέρα της για τα λίγα λεπτά του επισκεπτηρίου, είχε να μεγαλώνει μαθαίνοντας τον σωφρονιστικό χάρτη της Ουρουγουάης, σπουδάζοντας την καταστολή της εξουσίας. Είναι τιμή για μένα που προλογίζει αυτό το μικρό βιβλίο η συντρόφισσα και αδελφή μου Βερόνικα. [...]
Εισαγωγή:
[...] Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η πηγή του τρόμου, η 17Ν, είχε ηττηθεί, κι όμως τότε ήταν που ξεκίναγε ο τρόμος. Αντί να ακολουθήσει για αυτούς μια γιορτή (όπως θα άρμοζε στην περίσταση), ένα πανηγύρι για τη «δημοκρατία», για την «ασφάλεια», το «νόμο» και την «τάξη», εντούτοις αυτό που κυριάρχησε ήταν η ανασφάλεια, ενώ ακολούθησαν οι πιο ζοφερές μέρες που έζησε αυτός ο τόπος από το 1974 μέχρι σήμερα. [...]
[...] Πιστεύω πως τώρα πια, 15 χρόνια μετά, και ύστερα από όλους αυτούς που μίλησαν, με ή χωρίς αυτά τα παρατσούκλια για μένα –και τους ευχαριστώ– ήρθε η ώρα να μιλήσω, να γράψω και εγώ κάποια πράγματα για όλα όσα συνέβησαν τότε. Να παραθέσω τα γεγονότα όπως έγιναν τότε, και όχι όπως τα παρουσίασε ο παραμορφωτικός φακός των ΜΜΕ – ή μάλλον όπως τα αντέστρεψε. Για εκείνο το καλοκαίρι που αποτέλεσε τομή –όπως και να το δει ο καθένας– για την ιστορία αυτής της χώρας, ανατρέποντας ισορροπίες και δημιουργώντας νέα δεδομένα και που μαζί του άλλαζε κι εμένα για πάντα. Ένα καλοκαίρι που καθόρισε πολλά από αυτά που θα ακολουθούσαν, για πολλούς. Ένα καλοκαίρι που σημάδεψε, όχι μόνο τους συγκεκριμένους ανθρώπους που άγγιξε άμεσα, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία, γιατί τότε δέχτηκε κι ανέχτηκε πολλά. Γιατί τότε αμβλύνθηκαν –κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά– αντιστάσεις, και γι' αυτό εκείνο το καλοκαίρι μας κυνηγάει ακόμα. [...]
Από το πρώτο κεφάλαιο:
[...] Ήταν αργά τη νύχτα του Σαββάτου της 29ης Ιουνίου προς ξημερώματα Κυριακής. Εμείς, μέσα στο άσπρο starlet, που εκείνο το βράδυ έτρεχε με ασυνήθιστη ένταση. Επιστρέφαμε στο σπίτι μας στον Βαρνάβα ύστερα από μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων μας στο Καματερό, όπου είχαμε πάει από το απόγευμα. Λίγες ώρες νωρίτερα, το ρολόι της Ιστορίας είχε παίξει ένα άσχημο παιχνίδι με το ρολόι της βόμβας που έσπρωχνε ο Σάββας κάτω απ' το μεταλλικό κοντέινερ, όπου ήταν τα εκδοτήρια της εταιρείας του πλοίου που ναυάγησε, του «Σαμίνα», στον Πειραιά. Εκείνης της μοιραίας βόμβας, της τελευταίας μεταξύ άλλων που είχε αποφασίσει ότι θα τοποθετούσε τότε η οργάνωση, προσθέτοντας έτσι σ' αυτό το ειρωνικό παιχνίδι της τύχης, τη Λάχεσι και την Άτροπο. [...]
Αποσπάσματα μέσα από το βιβλίο:
[...] Αφού καθαρίσαμε το σπίτι από αυτή τη μεγάλη κι επικίνδυνη ποσότητα εκρηκτικών που περιείχε, φορτώσαμε την κατσίκα στο βανάκι του και ξεκινήσαμε αργά αργά για την Θεσσαλονίκη. Πίσω η κατσίκα, μπροστά εμείς. Έμεινα μια εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη μαζί με τους συγγενείς του Σάββα, τους γονείς του, κάποια από τα αδέρφια του και τα παιδιά τους – άνθρωποι που ήταν σαν οικογένεια για εμένα. Έτσι το κυνήγι στην Αθήνα επεκτάθηκε για μένα, με ακολουθούσαν παντού, και έγινε πια κυνήγι σε όλη την Ελλάδα. Μπροστά εμείς με την κατσίκα, πίσω οι ασφαλίτες, σε όλη την Εθνική, μέχρι τη Χαλκιδική. Πρώτη φορά μια κατσίκα είχε τόσο επίσημη συνοδεία. [...]
[...] Ανάμεσα στα μέρη που βρέθηκα εκείνο το καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του ατελείωτου εκείνου κυνηγητού ήταν και ένα μικρό διαμέρισμα δίπλα στις ράγες του τρένου, στην οδό Λιοσίων. Εγώ εξακολουθούσα να παρακολουθώ τα γεγονότα και να ακολουθώ την μητέρα μου –αναγκαστικά, γιατί δεν είχα κάπου σταθερά να μείνω– στις πολλές συναντήσεις με συνηγόρους και αλληλέγγυους, όμως τώρα το χάος είχε αρχίσει πια να αποκτά «κανόνες» και μια δική του ιδιόμορφη κανονικότητα. Μια κανονικότητα συνεχών και καταιγιστικών γεγονότων.[...]
[...] Ήταν ένα «σπίτι της ανάγκης». Ένα σπίτι καταφύγιο, σαν τα προσωρινά καταφύγια των αμάχων που τους εκτόπισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις και η προέλαση του εχθρικού στρατού. Γιατί αυτό που βιώναμε τότε έμοιαζε πολύ με πόλεμο. Ένα σπίτι σαν καταυλισμός προσφύγων, στο οποίο η τάξη, ακόμα και η πολλή καθαριότητα που επικρατεί σε ένα συνηθισμένο σπιτικό, και που επικρατούσε πάντοτε στο σπίτι μας στις παλιές εποχές, εδώ παραβλέπονταν. [...]
[...] Μαζί με την υποκρισία και τα δάκρυα του κροκόδειλου, μαζί με την ανοησία και τον τηλεοπτικό κανιβαλισμό, πήγαινε όμως χέρι χέρι και η παρότρυνση σε μαζικό χαφιεδισμό. Ένας «πρόθυμος» (ρουφιάνος, είναι η σωστή λέξη) από το χωριό μας, είχε τραβήξει ένα βίντεο που έδειχνε σε κάποιο σημείο, τυχαία, τον πατέρα μου να περπατάει ανάμεσα σε άλλους, και για μερικά δευτερόλεπτα να προχωράει προς μια σχολική γιορτή που γινόταν στο χωριό. Ένα βίντεο. Πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή. Το παρέδωσε στην αστυνομία, και έπαιζε συνεχώς στα κανάλια. [...]
[...] Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη σε μια μονότονη ακολουθία έντασης κι απογοήτευσης, με τις συλλήψεις να διαδέχονται –όλο και πιο καταθλιπτικά– η μία την άλλη, με τα έκτακτα δελτία που τις ανήγγελλαν να διακόπτουν για λίγο τις υβριστικές συζητήσεις των τηλεσχολιαστών, για να επανέλθουν ύστερα από μερικά λεπτά με θριαμβευτικό ύφος, και έχοντας καινούργιο υλικό για να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει. [...]
[...] Για τους περισσότερους ανθρώπους δεν γίνεται αντιληπτό τι σημαίνει η επαφή με τη φυλακή, πόσο μάλλον τι σημαίνει να μπαίνεις, μία φορά την εβδομάδα και στη συνέχεια δύο φορές τη βδομάδα, μέσα σε αυτή. Μια είσοδος που σε καταβάλλει, κάθε φορά, που όμως δεν σταματάς να την αναζητάς και να την περιμένεις με λαχτάρα, καθώς τότε μόνο μπορείς να δεις τους αγαπημένους σου ανθρώπους. Η ζωή σου συνδέεται με αυτή την πραγματικότητα. Η θέα των κάγκελων γίνεται οικεία. Η φυλακή επισκέπτεται τα όνειρά σου.[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.