Θα ξεκινήσω από εκεί που ξεκίνησαν όλα για μένα. Τον τόπο καταγωγής μου, το Μαντούδι Εύβοιας. Προτού, όμως, σας μιλήσω γι’ αυτό, θα μοιραστώ μαζί σας το εξής οξύμωρο που υποδηλώνει πολλά για την αντικειμενική, αλλά και την υποκειμενική υπόσταση του ταξικού πολέμου. Πριν από λίγα χρόνια στη φυλακή βλέποντας ειδήσεις, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια γνώριμη φυσιογνωμία. Ήταν ένας συγχωριανός μου. Νέος άνθρωπος, μερικά μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου. Θυμάμαι ακόμη και το όνομά του. Στο τέλος αυτής της είδησης ακολούθησε ένα ελαφρύ μειδίαμα κι έπειτα πλειάδα σκέψεων. Δίπλα στη γνώριμη αυτή φυσιογνωμία αναγνώρισα -ακόμη πιο εύκολα- άλλη μια. Ήταν ο Πολ Τόμσεν, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Τρόικα. Σήμερα έχει αναβαθμιστεί. Ο συγχωριανός μου του άνοιγε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να εισέλθει. Ήταν ένας από τους φρουρούς που του διέθετε το ελληνικό κράτος για να τον φυλάει από ανθρώπους σαν κι «εμένα». Δυο άνθρωποι με, λίγο πολύ, κοινή κοινωνική και ταξική αφετηρία, μεγαλωμένοι στην ίδια κοινότητα, κατέληξαν να διαλέξουν αντίπαλα στρατόπεδα. Σε μια εποχή, μάλιστα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η πιο κρίσιμη για το μέλλον αυτού εδώ του τόπου.
Η σταδιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας, από βιομηχανική σε μια οικονομία διάθεσης υπηρεσιών και προϊόντων, βρήκε πολλές επιχειρήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την απληστία των ιδιοκτητών τους και τη διάθεση απεμπλοκής από μια τέτοια δραστηριότητα, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των λεγόμενων «προβληματικών». Επιχειρήσεις οι οποίες φορτώθηκαν στο κράτος από τον αποχωρήσαντα, με τα κέρδη, ιδιοκτήτη τους, περισσότερο για να εκκαθαριστούν, παρά για να εξυγιανθούν. Η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακολουθώντας ένα αυστηρό δημοσιονομικό πρόγραμμα λιτότητας, σταμάτησε να επιχορηγεί μια σειρά από τέτοιες επιχειρήσεις και τις έκλεισε. Ήταν ο επίλογος μιας ολόκληρης περιόδου. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και τα μεταλλεία Σκαλιστήρη, στη βόρεια Εύβοια. Κι ανάμεσα στους χιλιάδες ανθρώπους που έπληξε η φρίκη της ανεργίας ήταν κι ο πατέρας μου. Τα χωριά της περιοχής μαράζωσαν και πολλές οικογένειες βρέθηκαν αντιμέτωπες με το φάσμα της ανέχειας. Η ζωή μας δε θα ήταν ποτέ, πια, η ίδια.
Μεγάλωσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου η λέξη «αδικία» είχε έναν απτό χαρακτήρα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι πρώτες μου πολιτικές αναζητήσεις στην εφηβεία είχαν ένα κοινωνικό υπόβαθρο χτισμένο με υλικούς όρους. Η φτώχεια, η ανεργία, οι περιορισμοί, η αποσύνθεση της κοινότητας στην οποία μεγάλωνα, ήταν ήδη αρκετά για να ωθήσουν έναν άνθρωπο να ενταχθεί στις γραμμές του αγώνα. Μέσα στο παράπλευρο σύμπαν της βιομηχανικής κατάρρευσης που θύμιζε άνεργο λονδρέζικο γκέτο του 19ου αιώνα, ένας νέος άνθρωπος προσπαθούσε να βρει τις αναφορές του. Το Μαντούδι είχε παράδοση στους εργατικούς αγώνες. Η μεγάλη απεργία των μεταλλεργατών του 1976 που αντιμετωπίστηκε με στρατιωτική κατοχή του χωριού από την κυβέρνηση Καραμανλή, είχε γράψει ιστορία στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ίδια παράδοση γέννησε ένα νέο αγώνα εργατών, αυτή τη φορά ενάντια στο οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου. Πολλοί μαθητές τότε, πήραμε μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά κυρίως μάθαμε με τον πιο σκληρό τρόπο το πιο αληθινό μάθημα της ζωής. Ότι ο κόσμος που ζούμε είναι ταξικά διαμορφωμένος κι ότι τίποτα δεν κερδίζεται δίχως αγώνες.
Όπως τώρα συμβαίνει με τα δικά μου παιδιά, τότε -για διαφορετικό λόγο- η οικογένεια χωρίστηκε. Η αναζήτηση δουλειάς οδήγησε τον πατέρα μου στην πρωτεύουσα. Έπειτα από μερικά χρόνια θα τον ακολουθούσα κι εγώ. Φορτωμένος με τα βιώματα μιας παρηκμασμένης κοινωνίας, αναζήτησα την προοπτική του αγώνα για μια πιο δίκαια κοινωνία στην Αθήνα. Με την έλευσή μου, αμέσως, συμμετείχα σε διαδικασίες του αναρχικού χώρου, συνελεύσεις, συλλογικότητες, καταλήψεις στέγης… Αλλά και οι πρώτες πορείες ενάντια στη μαθητική μεταρρύθμιση Αρσένη, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τη νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, η επίσκεψη Κλίντον… Αργότερα, ακολούθησαν οι διεθνείς διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους των αφεντικών σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, το Λονδίνο, η Πράγα, ο χαμός του Κάρλο Τζουλιάνι στη Γένοβα. Γεγονός που, αν και δεν το έζησα από κοντά, σημάδεψε, με ένα τρόπο, τα νεανικά μου χρόνια. Ύστερα, ήρθαν οι συλλήψεις για τη 17Ν. Ολόκληρος ο μηχανισμός προπαγάνδας του κράτους, με την κατεύθυνση ξένων υπηρεσιών, πήρε φωτιά. Πολύς κόσμος οργίστηκε εκείνες τις μέρες για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Και πολλοί αγωνιστές ξαναγεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες που άφηνε η καταστολή και το ταξικό μίσος των αντιπάλων μας. Πολύς κόσμος ένιωθε το βάρος της ευθύνης να αντιγυρίσει τη λαίλαπα που ερχόταν καταπάνω σε όλο το κίνημα, με ό,τι μέσο διέθετε. Η διαδήλωση της 1ης Οκτώβρη του 2002 ήταν μόνο η αρχή. Μια ευκαιρία για το κίνημα να αναπνεύσει περήφανα. Να πει το δικό του ya basta στον όλεθρο του ιδεολογικού πολέμου που βίωνε.
Οι συλλήψεις για την 17Ν και όσα αυτών ακολούθησαν, ήταν ένα κομβικό σημείο αναφοράς για τη δική μου γενιά. Θέλω να πιστεύω ότι μας έκανε πιο σοφούς ως αγωνιστές. Στην υπόθεση αυτή αναδείχθηκαν διάφορα θέματα που άπτονται του αγώνα. Συμπύκνωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλη τη μανία ρεβανσισμού της ελληνικής αστικής τάξης. Αλλά κι ανέδειξε την πεμπτουσία της αντίστασης. Το πώς η ψυχή ενός, μονάχα, ανθρώπου μπορεί να τα βάλει με ολόκληρο το σύστημα εξουσίας, να αντιγυρίσει τις εις βάρος του συνθήκες και ταυτόχρονα να γίνει φάρος με καθολική κοινωνική αναγνώριση. Αλλά και πέρα από τη σημαντική ιστορία των προσώπων και των πεπραγμένων τους, εκείνο που όλοι βιώσαμε ήταν η ελληνική εκδοχή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Η αντίστοιχη επίθεση της συμμαχίας των πρόθυμων, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ενάντια σε κράτη που δεν εντάσσονταν στα παγκόσμια κριτήρια συνεργασίας μαζί τους. Εδώ, χωρίς να έχουμε τους αντίστοιχους δίδυμους πύργους, αλλά σχεδόν τρεις δεκαετίες ένοπλης δράσης, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη ολομέτωπη επίθεση στον κόσμο του αγώνα. Δεν επρόκειτο μόνο για τη 17Ν ή τον ένοπλο αγώνα, αλλά για όλο το εύρος του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα. Ο εσωτερικός εχθρός έπρεπε να παταχθεί. Αυτό το οποίο δε συνειδητοποιούσε κάνεις, όμως, τότε ήταν ότι εκείνη η επίθεση από μεριάς τους δημιουργούσε το έδαφος για την αναγέννηση αυτού του εσωτερικού εχθρού. Με νέους όρους, μέσα στις νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωνε η ένταξη της χώρας στη νομισματική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών.
Η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα άλλαξε άρδην τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα. Η οικονομία της χώρας προχώρησε σε μια αναντίστοιχη με τις πραγματικές της δυνατότητες μεγέθυνση. Η χρηματοπιστωτική λαίλαπα των δεκάδων τραπεζικών προϊόντων έφεραν μια επίπλαστη ευφορία που σύντομα θα αποδεικνύονταν ένα μεγάλο ψέμα. Ο εκμαυλισμός αυτής της κοινωνίας είχε, ήδη, αρχίσει. Κάνεις δε διδάχθηκε από τη μεγάλη ληστεία του χρηματιστηρίου, όπου μικροεπενδυτές έχασαν όλο τους το βιός με προτροπή της τότε κυβέρνησης Σημίτη. Η πλάνη του αβίαστου τραπεζικού δανεισμού που εξασφάλιζε μια αθρόα κατανάλωση ήταν πολύ γλυκιά για να εξημερωθεί κι ο κόσμος πολύ στερημένος για να βάλει φρένο. Το απωθημένο της ευρωπαϊκής οικονομικής εξίσωσης λειτουργούσε ανεξέλεγκτα. Και πίσω από αυτό, κάποιοι πλούτιζαν. Πρώτες από όλους οι τράπεζες. Με τη φθηνή ρευστότητα να ρέει αφειδώς από την ΕΚΤ, τα χρώματα του ευρώ γίνονταν μια δεύτερη εθνική σημαία για την παμφάγα οικονομική ελίτ της χώρας. Κι όλα αυτά εις βάρος των συνήθων υποζυγίων που υποθήκευαν τις ζωές τους χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Στο πέλαγος μιας επίπλαστης ευημερίας ένας νέος πολιτισμός παράχθηκε. Και είχε όλα εκείνα τα οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά του επαρχιώτη αγράμματου εφήβου που συναντά ξαφνικά τη ζωή στην πρωτεύουσα και καμώνεται τον καμπόσο. Ό,τι ζήσαμε τη δεκαετία των '00 αποτυπώνεται στην παραπάνω πρόταση. Η παράδοση των λαϊκών αγώνων είχε, σχεδόν, ξεχαστεί, η παράδοση του νεοελληνικού διαφωτισμού είχε ξεχαστεί, ό,τι πιο σπουδαίο είχε παραγάγει αυτός ο λαός παραμεριζόταν για χάρη μιας μεταμοντέρνας υποανάπτυκτης εκδοχής ενός πολιτισμού σκουπιδοκαπιταλισμού.
Όλη αυτή η καθυστέρηση στην αυγή του 21ου αιώνα, ήταν λογικό να παραγάγει και την άρνησή της. Ο καπιταλισμός, άλλωστε, δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που τροφοδοτούν την αντίσταση σε αυτόν. Η γενιά που γαλουχήθηκε σε αυτά τα -μη- ιδανικά, έφερε μαζί της και το αντίπαλο δέος. Ένα κομμάτι νεολαίας, κυρίως, που απαυδισμένο από αυτό που έβλεπε γύρω του έστρεψε τα βέλη του εναντίον του συνόλου της παρακμής. Και η ίδια η κοινωνία θεωρούνταν εξίσου συνένοχη για την εικόνα εκφυλισμού που παρουσιαζόταν. Οι πρώτες αντικοινωνικές τάσεις έκαναν την εμφάνισή τους δειλά και στο πολιτικό πεδίο. Παράλληλα με την οικονομική άνθιση και τα μεγάλα έργα των ολυμπιακών αγώνων, η χρηματοδότηση της υγείας, της έρευνας και της παιδείας διαρκώς έφθινε. Και σα να μην έφτανε αυτό, οι μόνες μεταρρυθμίσεις που ένοιαζε την πολιτική ελίτ να κάνει ήταν η κατάργηση του ασύλου και άλλα περιοριστικά μέτρα. Ο αγώνας που ξέσπασε ενάντια στο νομό πλαίσιο για την παιδεία το 2007 ήταν ενδεικτικός για όσα θα ακολουθούσαν. Ένα κομμάτι της νεολαίας εξέφρασε δυναμικά την εναντίωσή του απέναντι στις αισχρές παρεμβάσεις στα πανεπιστήμια, αλλά και σε ολόκληρο το νέο οικοδόμημα μιας νεοφιλελεύθερης ελληνικής καρικατούρας. Μια νέα ριζοσπαστικοποίηση γεννιόταν. Προπομπός της εξέγερσης του Δεκέμβρη του '08. Μπολιασμένη με την παράδοση των αντιεξουσιαστικών αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά κρατώντας πολλά δικά της χαρακτηριστικά. Η επίθεση στο υπάρχον, δίχως πολλά άλλοθι για κοινωνική απεύθυνση ήταν ένα από εκείνα τα κύριά της. Στην πραγματικότητα, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η εικόνα της κοινωνίας προκαλούσε τίποτε λιγότερο από κάτι τέτοιο.
Ο Επαναστατικός Αγώνας γεννιέται, ακριβώς, μέσα σε εκείνη την μεταβολή. Σε παγκόσμιο επίπεδο η παγκοσμιοποίηση των αγορών ενισχύει καθολικά τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες. Η αυγή του 21ου αιώνα προεικονίζει τη σαρωτική αντεπίθεση μιας προσφάτως πληγωμένης αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, διαμορφώνονται εκείνοι οι όροι για να αναδυθούν νέες οικονομίες σε πλανητικό επίπεδο και να ενισχυθούν γεωπολιτικά άλλες. Μέσα σε μια πλανητική συνθήκη ιμπεριαλιστικής ισχύος που ευαγγελίζεται το τέλος της ιστορίας, τη διαρκή μεγέθυνση των οικονομιών και την παγίωση μιας νέας τάξης με επικεφαλής τις ΗΠΑ, κάτι φαίνεται να μην πηγαίνει κι εντελώς καλά. Παρόλα αυτά, το νέο αντιτρομοκρατικό δόγμα επεκτείνεται παντού. Ο εσωτερικός εχθρός πρέπει να παταχθεί και οι κοινωνίες στις οποίες αυτός πλέει πρέπει να καθυποταχθούν. Οι χώρες της περιφέρειας που δε συμμορφώνονται πλήττονται άμεσα κι εκείνες του πρώτου κόσμου που συνδράμουν στην πλανητική εκκαθάριση των ανυπότακτων αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν την ίδια στρατηγική στο εσωτερικό τους. Οι δυτικές κοινωνίες υπάγονται σε μια αναβάθμιση του ελέγχου με τεχνολογικά μέσα, με την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του στρατού στο αστυνομικό έργο και ό,τι μένει έξω από αυτό καλύπτεται από την καταναλωτική αποχαύνωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η όξυνση των πολύμορφων αντιθέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά ταξικά στρατόπεδα, αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό τους προεξοφλεί μια αναπάντεχη καταιγίδα που θα σαρώσει τα πάντα.
Η κρίση που ζούμε είναι αναμφίβολα από τις πιο βαθιές κρίσεις στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Κι αυτό γιατί ανέδειξε τις δομικές αστοχίες του οικοδομήματος της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Κι ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο οι οικονομίες δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τον αρχικό πανικό και σταθεροποιούνται, ο κλονισμός που επέφερε η τόσο ακαριαία κατάρρευση ολόκληρων μεγαθήριων του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η αμιγώς οικονομική κρίση έχει πάρει τα χαρακτηριστικά γεωπολιτικής αναδιάταξης δυνάμεων. Μια σειρά από συγκρούσεις στην περιφέρεια ανακατεύουν την τράπουλα της παγκόσμια κατανομής εξουσίας και προοικονομούν ευρύτερες εξελίξεις. Το ενδεχόμενο της γενίκευσης αυτών των πολέμων με άμεση εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων είναι σήμερα πιο πιθανή από ποτέ. Κι ένα νέο παγκόσμιο αιματοκύλισμα των λαών στο βωμό της αναδιάταξης των συσχετισμών εξουσίας των μεγάλων δυνάμεων είναι προ των πυλών.
Η Ελλάδα χτυπήθηκε από την κρίση πιο πολύ από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Και η γηραιά ήπειρος, αντίστοιχα, έμεινε πολύ πίσω στον ανταγωνισμό με τις νέες αναδυόμενες οικονομίες. Σε μια τέτοια αδυσώπητη σύγκρουση, ο ευρωπαϊκός βορράς έπρεπε να τρέξει. Οι λαβωμένες από την κρίση ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες έπρεπε να καλύψουν τις ζημιές. Η διαδικασία της επιβολής μνημονίων στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου ήρθαν να εξυπηρετήσουν, ακριβώς, αυτήν την ανάγκη. Τα ελλείμματα του νότου και η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική λιτότητας ενίσχυσε την εξαγωγική εμπορική πολιτική του βορρά και την παραγωγή μεγάλων πλεονασμάτων. Σε μια κατάσταση στασιμότητας της παγκόσμιας οικονομίας, οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούν να μη μείνουν εντελώς πίσω στη νέα κατανομή εξουσίας. Αντίθετα, με το νότο που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Και ακόμα ειδικότερα με την Ελλάδα, η όποια έχει πάψει να λογίζεται εδώ και καιρό ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Η Ελλάδα θεωρείται από τους εταίρους της στην ΕΕ ως ένα κράτος-ανέκδοτο. Δε συνυπολογίζεται ως ένα πλήρες, πια, μέλος της νομισματικής ένωσης, αλλά ως η κερκόπορτα για τη μετεξέλιξη της ένωσης σε μια διαβαθμισμένη δομή. Το μνημονιακό καθεστώς θεσμοθετείται και επισήμως.
Ο Επαναστατικός Αγώνας μίλησε και έδρασε σε αυτή την καυτή περίοδο για την Ελλάδα και τον κόσμο. Η αυγή του 21ου αιώνα επιφύλασσε κάθε άλλο παρά μια ήρεμη κανονικότητα για την ανθρωπότητα. Έχοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διαύγεια και τη διορατικότητα να αναλύει με απλότητα, κατάφερε να προσεγγίσει κοινωνικά κομμάτια με μια αμεσότητα. Κατάφερε να αποτελέσει για πολύ κόσμο ένα αποκούμπι στις δύσκολες συνθήκες που βίωνε. Αλλά και για το ίδιο το κίνημα υπήρξε κινητήριος δύναμη σε πολλά επίπεδα. Άνοιξε πεδία όπου ήταν παλιότερα δυσπρόσιτα για τους αναρχικούς. Οι παρεμβάσεις του, πάντα καίριες και αποφασιστικές για τα φλέγοντα πολιτικά ζητήματα. Αποτέλεσε μια νέα ανάσα, ένα ξεφύσημα ανακούφισης για πολύ κόσμο που ένιωθε τον αχό της καταπίεσης πάνω του. Κι όταν ξέσπασε η κρίση κι ο κόσμος, κατά κάποιο τρόπο, «λυτρώθηκε», η κοινωνική αποδοχή ήταν ευρεία. Η δικαίωση των αγώνων που δώσαμε ήταν καθολική. Ποτέ δε θα ξεχάσω ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα, ανθρώπους ακόμα και συντηρητικούς να αποδίδουν εύσημα στην οργάνωση και του ανθρώπους της. Ακόμα και μέσα στη λογική της ανάθεσης, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη μάστιγα για την κοινωνική χειραφέτηση, μπορώ να διανοηθώ τις ενδόμυχες σκέψεις πολλών ανθρώπων που ασπάζονται τον ένοπλο αγώνα. Γιατί, ειδικά στις σημερινές συνθήκες οπού όλες οι προηγούμενες συμβάσεις έχουν καταρρεύσει, είναι τέτοια η συνειδητοποίηση της οργής για το σύστημα που κάθε άλλη εναλλακτική φαίνεται λειψή. Ο καθένας σήμερα γνωρίζει ότι τίποτε δε μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με δυναμικούς αγώνες. Και ξέρει τώρα πως δε μπορεί να εμπιστευτεί κανένα παρά μόνο τον εαυτό του για να το κάνει.
Αν κάτι καλό μπορεί να έχει μείνει από τη λαίλαπα της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι αυτό. Η κοινωνία έχασε και την τελευταία ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των ταξικών της συμφερόντων. Ζούμε σε μια ακραία εποχή, όπου οι ενδιάμεσες καταστάσεις έχουν απαλειφθεί. Με τον Σύριζα αποδείχθηκε περίτρανα ότι δε μπορεί να υπάρξει εναλλακτική διαχείριση του μνημονιακού καθεστώτος. Μέσα σε λίγο μόνο χρόνο κατάφερε να απωλέσει ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Για την ακρίβεια, είναι τέτοια η οργή του κόσμου για τις φρούδες ελπίδες που καλλιέργησε, που θα πληρώσει τελικά τα σπασμένα για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Και όχι άδικα, βεβαίως. Ήταν τέτοια η δίψα του για παραμονή στην εξουσία που κατάφερε να περάσει δύο συναπτά μνημόνια και να συμφωνήσει μέτρα που συντηρούν τη λιτότητα για τις επόμενες δεκαετίες. Καταστάσεις που ο παλιός δικομματισμός θα δυσκολευόταν πολύ έστω και να τα διανοηθεί. Όμως, η τακτική της συναίνεσης δείχνει να λειτουργεί καλύτερα από εκείνη του βούρδουλα. Και σα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ο Σύριζα, αυτό το γνωρίζει πολύ καλά. Άλλωστε, δεν είναι λίγα τα εύσημα που του αποδίδονται από ξένους παράγοντες, ηγέτες κρατών, διεθνείς οργανισμούς για το κλίμα κοινωνικής ειρήνης που κατάφερε να διατηρήσει εν μέσω ξεπουλήματος της χώρας. Πράγματι, ένα σεμιναριακού επιπέδου επίτευγμα που θα πρέπει να διδάσκεται στη σύγχρονη κυβερνητική.
……………………
Αλλά να γυρίσω πίσω τώρα στο πρώτο ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα. Είναι αρκετή μια αντικειμενική συνθήκη για να ωθήσει ένα νέο άνθρωπο στον αγώνα και δη στον ένοπλο; Η απάντηση είναι σαφής. Όχι! Οι αποδείξεις είναι πολλές. Ο άνθρωπος που γίνεται φρουρός του Τόμσεν, ο άνεργος που ψηφίζει ΧΑ, ο αδύναμος κοινωνικά που κανιβαλίζει την τάξη του… Άρα, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα πως η επιλογή του αγώνα έχει να κάνει με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια. Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι συνηθίζουν να ψυχολογικοποιούν αυτή τη διαδικασία. Όπως η ζωή, έτσι και η πολιτική είναι μια σύνθεση πραγμάτων. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό γίνεται φανατικός. Και οι φανατικοί δεν προσφέρουν ποτέ χρήσιμες υπηρεσίες μακροπρόθεσμα. Οι πολιτικές επιλογές των ανθρώπων αντλούν από τις κοινωνικές, ταξικές τους αναφορές και συμπληρώνονται από τη συνειδησιακή υπόσταση που διαμορφώνει ο χαρακτήρας τους. Ένας άνθρωπος από υψηλή εισοδηματική τάξη θα μπορούσε πιο δύσκολα να στραφεί στον αγώνα από ότι ένας που δεν έχει πολλά πράγματα να χάσει. Να μην ξεχνάμε εδώ ότι αυτό που πραγματευόμαστε είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας αυτής. Κι εκείνοι που έχουν σοβαρούς λόγους να την αναζητούν, είναι εκείνοι που αδικούνται κατάφωρα. Η αντικειμενική διάσταση του ταξικού πολέμου είναι υπαρκτή, λοιπόν. Η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο παράγει όλες εκείνες τις αιτίες για να υπάρχει ενεργοποίηση κι από τις δυο πλευρές. Ωστόσο, δεν είναι από μόνη της ικανή να γεμίσει τις γραμμές της αντίστασης. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, η ταξική πάλη θα είχε ξεμπερδέψει από τον 19ο αιώνα και δε θα παιδευόμαστε κι εμείς. Όλοι οι καταπιεσμένοι θα μετατρέπονταν σε αγωνιστές. Κι ύστερα θα περιοριζόταν σε ένα αμιγώς στρατιωτικό ζήτημα η επανάσταση.
Η επιλογή του ένοπλου αγώνα είναι μια δύσκολη επιλογή. Δε φτάνει να πληροί κάποιος τα κριτήρια αντικειμενικότητας που προανέφερα. Σίγουρα εκείνα μπορεί να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε ορισμένες περιπτώσεις. Όμως, μια τέτοια συνειδητή απόφαση εμπεριέχει τον υποκειμενικό παράγοντα συνειδητότητας σε μεγάλο βαθμό. Η ένοπλη πάλη είναι πρωτίστως μια πολιτική αντιπαράθεση. Είναι ένας δυναμικός τρόπος για να κάνει κάποιος την πολιτική σύγκρουση να έχει ευρύτερη απήχηση. Γι’ αυτό το λόγο, η αιτία που οδηγεί ένα νέο άνθρωπο σε μια τέτοια επιλογή δε θα πρέπει να είναι, μοναχά, ένα περί δικαίου αίσθημα αντεπίθεσης. Αυτό είναι απόλυτα υγιές και τροφοδοτεί, έτσι κι αλλιώς, τη διάθεση του αγωνιστή για αντίσταση. Η πολιτική διαχείριση μιας σύγκρουσης προϋποθέτει μια πλειάδα χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. Η ανάλυση του πολύπλοκου κόσμου στον οποίο ζούμε δε μπορεί να παρακάμπτεται από μια απλουστευτική διάθεση. Εκείνοι είναι οι εκμεταλλευτές, εμείς έχουμε το δίκιο, άρα πάμε…. Δεν είναι η εποχή των αυτονόητων αυτή. Παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις τα αυτονόητα αναπαύονται δίπλα μας. Ζούμε στην εποχή όπου χιλιάδες πληροφορίες μεταδίδονται αστραπιαία. Οι αποδέκτες τους χρειάζονται βαθύτερες έννοιες για να κινητοποιηθούν. Έτσι, η στόχευση του ένοπλου αγωνιστή πρέπει να συμβαδίζει με την εποχή του, αλλά και παράλληλα να προσπαθεί να τη διεμβολίσει δημιουργικά. Σήμερα, όπως και πάντοτε, για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να τον γνωρίσουμε καλά. Και να μιλήσουμε στη γλώσσα του μαθαίνοντάς του τη δικιά μας.
Στην Ελλάδα η ένοπλη πάλη έχει διαχρονικά πλούσια παράδοση. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ιστορικές καταβολές της ένοπλης αντίστασης ενάντια στον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό ναζισμό την περίοδο της κατοχής και αργότερα στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού την περίοδο του εμφυλίου. Όλη εκείνη η παρακαταθήκη πέρασε στις επόμενες γενιές όπου και μέσα στις νέες συνθήκες της χούντας και της μεταπολίτευσης χρησιμοποιήθηκε ορθά. Η ένοπλη πάλη ως ιστορική συνέχεια του διαχρονικού αιτήματος του λαού για κοινωνική απελευθέρωση και τιμωρία των εκάστοτε υπευθύνων για τα δεινά του προλεταριάτου, είναι μια -κατά κοινή ομολογία- κοινωνικά νομιμοποιημένη διαδικασία. Πολύ περισσότερο σήμερα που η κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Όπως επισήμανα, ο ελληνικός λαός έχει περάσει πολλά τα τελευταία χρόνια. Η απαξίωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος είναι καθολική. Η δίψα για κοινωνική δικαιοσύνη ακόμα περισσότερη. Κι όταν είναι ορατό στον καθένα ότι η θεσμική δικαιοσύνη, σήμερα, συντάσσεται ξεκάθαρα με τον κόσμο των ισχυρών, με μια σειρά αποφάσεων που προκαλούν το κοινό αίσθημα, τότε αναπόφευκτα η κοινωνία θα στραφεί αλλού. Γιατί ο ελληνικός λαός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Μπορεί να υπομείνει στωικά δεκαετίες μνημονιακής καταπίεσης, αλλά δε μπορεί να χωνέψει ούτε λεπτό την ατιμωρησία.
Οι περισσότερες ομάδες ένοπλης πάλης που σχηματίστηκαν μετά τη μεταπολίτευση είχαν ως στρατηγική τους την πολιτική παρέμβαση στα πράγματα, παρά την ανάπτυξη ενός ευρέως ένοπλου κινήματος που θα προχωρούσε σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση με το κράτος. Ακόμα κι αν μια τέτοια δεύτερη σκέψη υπήρχε σε σκέψεις πολλών αγωνιστών, η κοινωνική πραγματικότητα δεν υπήρξε γόνιμη για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα. Η κοινωνία συμβάδισε με την επιλογή του ένοπλου αγώνα ως μία διαδικασία συμβολικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας και ακόμη περισσότερο ως μία διαδικασία απόδοσης ευθυνών. Αυτή η αρχή εξακολούθησε να ισχύει και τα μετέπειτα χρόνια, ώς και τις μέρες μας. Η λογική της ανάθεσης, η οποία έχει εμποτίσει μέχρι το μεδούλι αυτή την κοινωνία, κυριάρχησε και σε αυτό το πεδίο. Όλοι γνωρίζουν ότι χρειάζεται αγώνας για να κατακτήσει κάνεις την κοινωνική απελευθέρωση, όμως λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι είναι πραγματικά διατεθειμένοι να το πράξουν. Γι’ αυτό και παραμένει ζητούμενο ώς και τις μέρες μας.
Η ένοπλη πάλη είναι ένα ακόμη μέσο που διαθέτει η πλευρά των καταπιεσμένων για να διεξάγει τον ταξικό πόλεμο. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Είναι, όμως, το ίδιο και για τις ελίτ; Σαφώς όχι. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού η αμεσότητα της απειλής είναι διαφορετική. Γι' αυτό το λόγο εκδηλώνεται όλο αυτό το μένος εναντίον των πολιτικών κρατουμένων, γι’ αυτό ο ρεβανσισμός εναντίον συγγενών μας, γι’ αυτό θωρακίζεται το νομικό οπλοστάσιο με αντιτρομοκρατικούς νόμους… Αυτό, φυσικά, είναι κάτι το οποίο λαμβάνουμε υπ’ όψιν. Η ιεράρχηση των μέσων αγώνα από τον αντίπαλο είναι σαφής. Σαφής, όσο τα χρόνια που βγάζουμε φυλακή, όσο οι μέρες και οι νύχτες που οι άνθρωποί μας μένουν μόνοι περιμένοντας. Αυτό, όμως, δε μας κάνει να υιοθετούμε την αντίληψη του εχθρού. Οι αγωνιστές πρέπει να διακρίνονται για την ταπεινότητά τους. Γνωρίζουμε, σαφώς, ότι δεν κάναμε μια συνηθισμένη επιλογή αγώνα. Και ότι τούτη η επιλογή εμπεριείχε την προοπτική του θανάτου και της φυλάκισης. Όμως, στη σημερινή εποχή αυτές οι συνέπειες γίνονται μια σύμβαση της καθημερινότητας για πολλούς άλλους ανθρώπους που δεν ασχολούνται με τον πολιτικό αγώνα. Έτσι, δεν είναι το κόστος που θα μας καθορίσει ούτε και οι προσδιορισμοί του κράτους. Ο ετεροκαθορισμός στην πολιτική μπορεί να οδηγήσει κάποιον σε παράξενα μονοπάτια μακριά από τη σεμνότητα του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.
Ένας αγωνιστής που προσβλέπει σε μια επανάσταση της κοινωνίας απέναντι στο υπάρχον σύστημα εξουσίας, την κατάργησή του και την αντικατάσταση από οριζόντιες μορφές οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, οφείλει να είναι πραγματικά επαναστάτης στο σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται αυτή τη διαδικασία ως μια ολότητα που αλληλοεπιδρά σε μία χρονική συνέχεια. Η κοινωνική επανάσταση δε θα μπορούσε ποτέ να αναχθεί σε μια αμιγώς στρατιωτική υπόθεση, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται και αυτή της η σημαντική έκφανση. Για το λόγο αυτό, εκείνος που θέλει να αποκαλείται επαναστάτης πρέπει να μοχθεί πρώτα από όλα για τη δική του, προσωπική, διαδικασία ολοκλήρωσης. Κι εδώ ανατρέχω σε κάτι που έγραψα στο βιβλίο μου. «Σύντροφοι, δεν υπάρχει επαναστατική διαδικασία, ξεκομμένη από την ίδια τη ζωή», είπε με συγκαταβατική φωνή. «Η ποίηση, ο έρωτας, η μόρφωση, η αγάπη, όπως και ο πόλεμος, είναι όλα εκφάνσεις της. Σκοπός ενός επαναστάτη είναι να εξελίσσεται συνεχώς, σε μια όσο πιο ολοκληρωμένη ύπαρξη μπορεί, και μάλιστα στο τώρα, όχι μετά την όποια επανάσταση. Γιατί και η επανάσταση ακόμα είναι μια εξελικτική διαδικασία. Δεν γίνεται, λοιπόν, να είσαι φελλός σε μόνιμη βάση, και ξαφνικά να φτιάξεις έναν κόσμο πλήρους γνωσιακής ανάπτυξης. Δεν γίνεται να είσαι άτεχνος και να οικοδομείς έναν κόσμο με υψηλά κριτήρια αισθητικής. Δεν γίνεται να είσαι ένας μονοδιάστατος στρατιώτης, και απότομα να ανακαλύπτεις ότι η ελευθερία είναι μια υπόθεση πολλών διαστάσεων. Όπως και, τέλος, δεν γίνεται να είσαι ένας σκατόψυχος και να θες να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο, γιατί αυτός αναγκαστικά θα έχει κηλιδωθεί από όλες αυτές τις αντιφάσεις. Ειδικά αυτό το τελευταίο, απλά δεν γίνεται».
Τι επιζητά κάνεις μέσα από την ένοπλη πάλη… Πρώτον, τη δυνατότητα κοινωνικής απεύθυνσης που εξασφαλίζει ένα δυναμικό γεγονός μέσα στην επικράτεια. Δεύτερον, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη της πράξης που εγείρουν συνειδήσεις και αποτελούν σημεία αναφοράς τόσο αυτοστιγμεί όσο και σε βάθος χρόνου. Τρίτον, την ευθεία αντιπαράθεση με τις γραμμές του εχθρού και την παραδειγματική ικανότητα να πληχθεί. Σε γενικές γραμμές, αυτοί είναι οι πολιτικοί άξονες πάνω στους οποίους πατά ένας αγωνιστής όταν εγχειρεί σε αυτό το πεδίο. Οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από αυτά τα όρια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να περάσει σε άλλα μονοπάτια. Γι’ αυτό, η πολιτική διαύγεια είναι το μεγαλύτερο προσόν που θα έπρεπε να κατέχει ο κάθε αγωνιστής. Διαύγεια της κατάστασης που υπάρχει απέναντί του και κυρίως της δικής του. Όταν αυτή απουσιάζει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να υπεισέλθουν άλλα στοιχεία που εύκολα μπορεί να αποπροσανατολίσουν έναν αγωνιστή, να αποπολιτικοποιήσουν τη δράση του ή να στρέψουν το κέντρο βάρους της στόχευσής του αλλού. Υπάρχει μια εύθρυπτη ισορροπία για τους ανθρώπους που κάνουν ένοπλη αντίσταση στο κράτος και το κεφάλαιο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός ο πόλεμος διεξάγεται μπορεί να γίνουν πολλές φορές ασφυκτικές. Εκεί είναι που μετριέται κάνεις για τα σταθερά βήματα που κάνει και στο που κατατείνουν αυτά. Ωστόσο, ακόμα κι αν γίνονται λάθη, δεν είναι η δική μας πλευρά που θα πρέπει να απολογηθεί και πολύ περισσότερο μέσα σε ένα δικαστήριο.
………………
Πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή σε μια ένοπλη οργάνωση σημαίνει υπεράσπιση της ιστορίας της. Της ιστορίας των συντρόφων που αγωνίστηκαν για ένα κοινό ιδανικό και όσων έμειναν πίσω από τα πυρά του εχθρού. Όπως είπα ξανά σε αυτό το δικαστήριο, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υπερασπίσει κάνεις την πολιτική του ιστορία, αλλά και ακόμη περισσότεροι για να την ευτελίσει. Γενικότερα στον αγώνα, καλό είναι να έχει κανείς ανοιχτό το μυαλό του. Να προσπαθεί να αντιλαμβάνεται πάνω από τις τέσσερις διαστάσεις που συνθέτουν την πραγματικότητα. Κάποιος που θέλει να αλλάξει τον κόσμο οφείλει να είναι δεκτικός σε εναλλακτικές πραγματικότητες. Έτσι, προχώρησε η ανθρωπότητα ώς τώρα, γιατί κάποιοι δέχθηκαν ότι η γη δεν είναι επίπεδη. Η πολιτική υπεράσπιση μιας οργάνωσης, λοιπόν, μπορεί να γίνεται με, τουλάχιστον, πάνω από ένα τρόπο. Φτάνει να γίνεται. Ο καθένας αγωνιστής έχει το χαρακτήρα του και το βάρος του λόγου του δε μπορεί να μετριέται από τις πόσες λέξεις εκστομίζει σε κάθε συνεδρίαση. Πολιτική ανάληψη δε σημαίνει ομολογία ούτε και αποδοχή των κατηγοριών. Η πολιτική ανάληψη δεν ετεροκαθορίζεται από την ποινική δικονομία. Πολιτική ανάληψη, ωστόσο, δε σημαίνει και παράδοση στην πολιτική δικονομία. Ο αγωνιστής κατακτά τη δική του βαρύτητα στα πράγματα μέσα από την αξιοπρέπεια που αποπνέει στους συντρόφους του και όχι από το «ποινικό εκατοστόμετρο» των ποινών και της έκτισής των. Γι’ αυτό και ξεκαθάρισα από την αρχή ότι θα παλέψω τις κατηγορίες που με βαραίνουν, όπως οφείλει άλλωστε κι ο κάθε κατηγορούμενος να κάνει. Γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη δική μας τύχη. Εδώ ό,τι γράφεται αφήνει και μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Είτε θετική είτε αρνητική. Και αν έχουμε την αντίληψη ότι όσα περισσότερα χρόνια ακούμε, όσο πιο σκληρά περνάμε στη φυλακή μάς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος ως αγωνιστές ή ως κίνημα, τότε πλανιόμαστε. Για την ακρίβεια, όχι μόνο πλανιόμαστε, αλλά οδηγούμε το κίνημα σε μια στρέβλωση χωρίς γυρισμό.
Η διαδικασία αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξελίχθηκε με μια αραιή ροή που ξεπέρασε τα δύο έτη. Στο πολιτικό κομμάτι της δίκης υπήρξε, σποραδικά είναι η αλήθεια, μια προσπάθεια -κυρίως από τον κ. Εισαγγελέα- να κατηγορηθεί ο ΕΑ ως μία ανεύθυνη οργάνωση που δε μεριμνούσε για την αποφυγή τραυματισμών. Πέρα από αυτό, δε θα έλεγα ότι υπήρξε κάποια άλλη πολιτική αντιπαράθεση από την πλευρά της έδρας. Θα έλεγα ότι μάλλον ήταν ένα αδιάφορο δικαστήριο. Η προσέλευση των μαρτύρων κατηγορίας στην ακροαματική διαδικασία δεν είχε να προσφέρει τίποτα για την τεκμηρίωση κατηγοριών, όπως άλλωστε και στο πρωτόδικο. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας της αντιτρομοκρατικής εμφανίστηκε, αν κατάλαβα καλά, μόνο και μόνο για να μην έχει ποινικές ή διοικητικές συνέπειες. Παντελώς αδιάφορος για την ίδια την υπόθεση, αλλά και εμφανώς δυσαρεστημένος με την όλη εμπλοκή του σε αυτή και στο ειδικότερο τμήμα που υπηρέτησε. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν προσέθεσε τίποτα παραπάνω από την αρχική του κατάθεση στο πρωτόδικο κι αυτό με πολύ ζόρι. Θλιβερή εικόνα για κάποιον που εισέπραξε έπαινο για το αντιτρομοκρατικό έργο του. Και πραγματικά, αν δεν ήταν, πιθανότατα, ένας από εκείνους που με βασάνισαν στη Γαδα, τότε μπορεί και να τον λυπόμουν σήμερα. Έτσι φτάνουμε μοιραία να βασιστείτε στην προανακριτική διαδικασία και όσα αυτή εισέφερε στο ακροατήριο. Γιατί επαναλαμβάνω, η ακροαματική διαδικασία δε συνεισέφερε τίποτα για την πλευρά τη δικιά σας. Στο πρωτόδικο καταδικάστηκα για τις πρώτες δύο κατηγορίες με βάση τα «αδιάσειστα» στοιχεία που υπήρξαν σε βάρος μου. Καταδικάστηκα επίσης και για απλή συνέργεια στις ενέργειες της οργάνωσης. Ας δούμε όμως πώς προέκυψε αυτό. Από το σύνολο της προδικασίας, της ακροαματικής διαδικασίας τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου βαθμού, δεν προκύπτει το παραμικρό στοιχείο ή ένδειξη για την εμπλοκή μου στις ενέργειες της οργάνωσης. Ούτε εγκληματολογικά ούτε δια της αναγνώρισης ούτε καθ’ οιοδήποτε τρόπο δεν προκύπτει δική μου εμπλοκή. Όπως άλλωστε και όλων των κατηγορουμένων. Ούτε ως φυσική ούτε ως ηθική ούτε ως ψυχική ούτε ως απλή συνέργεια. Όχι μόνο δεν προκύπτει τεκμήριο ενοχής, αλλά ούτε καν η παραμικρή ένδειξη ώς προς αυτό. Ωστόσο, η έδρα στον πρώτο βαθμό άγχετο να αποδώσει κάπου τις ενέργειες. Δεν είχε σημασία αν υπήρχαν ενδείξεις περί αυτού, πόσο μάλλον τεκμήρια. Έτσι, ακολούθησε το εξής σχήμα «η ανάληψη πολιτικής ευθύνης ισοδυναμεί με ενοχή, ο Γουρνάς έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη, άρα ο Γουρνάς είναι ένοχος». Αν δεν κάνω λάθος, αυτός είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός. Και αυτός, ακριβώς, ο αδύναμος αποδεικτικά συλλογισμός στάθηκε ικανός για να με καταδικάσει σε 50,5 έτη.
Όπως είπα και νωρίτερα, πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή σημαίνει υπεράσπιση της επιλογής κάποιου να συμμετάσχει σε μια οργάνωση. Στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης, από αυτή την de facto συμμετοχή δεν είναι δυνατό να συναχθεί κανένα άλλο συνεκτικό συμπέρασμα, παρά μόνο εικασίες. Όποιος μιλάει, για παράδειγμα, για τις ενέργειες τις οργανώσεις με τιμητικό τρόπο γίνεται a priori ένοχος ως προς αυτές. Όποιος υπερασπίζεται την πολιτική του ιστορία στο δικαστήριο γίνεται αυτομάτως ύποπτος. Όμως, εδώ δεν καλείστε να δικάσετε με εικασίες. Δεν αρκεί να εικάζετε ότι ο Γουρνάς συνέργησε με οποιοδήποτε τρόπο στις ενέργειες. Εδώ καλείστε να το αποδείξετε. Το βάρος της απόδειξης πέφτει στο δικαστήριο, όχι σε μένα. Εγώ από την πλευρά μου θα μπορούσα από το πρώτο δικαστήριο, όπου με ρώτησαν, να πω ότι δε συμμετείχα στις ενέργειες της οργάνωσης. Δεν το ‘κανα. Κι όμως, ποια θα ήταν η πραγματική αποδεικτική βαρύτητα μιας τέτοιας παραδοχής; Καμία απολύτως. Άλλωστε εσείς γνωρίζετε πολύ καλά ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εγώ στέκομαι απέναντί σας με περηφάνια για την πολιτική μου ιστορία, για τη δράση αυτής της οργάνωσης, κι εσείς καλείστε ή να επικυρώσετε απαθώς την απόφαση του πρώτου βαθμού ή να δικάσετε με βάση τα στοιχεία που έχετε. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Το μόνο που γνωρίζετε για την οργάνωση του Επαναστατικού Αγώνα προκύπτει από την ανάληψη ευθύνης τριών μελών και το θάνατο ενός τέταρτου. Δε γνωρίζετε ούτε πόσα ήταν τα συνολικά μέλη της οργάνωσης ούτε τη δομή της ούτε οτιδήποτε αφορά τη δράση της. Ούτε καν κατά προσέγγιση. Με βάση αυτό, λοιπόν, καλείστε να επικυρώσετε την απόφαση του πρώτου βαθμού όσον αφορά βαριές κατηγορίες που επισείουν χρόνια φυλάκισης. Σε λίγο χρονικό διάστημα συμπληρώνω έξι εκτιτέα χρόνια στη φυλακή. Προσωπικά, για τις ιδέες και τα ιδανικά μου θα μπορούσα να υπομείνω την οποιαδήποτε ποινή. Δεν αισθάνομαι να με βαραίνει συνειδησιακά κάτι, έτσι ώστε να απωλέσω την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος, εκτός απροόπτου, όπως είπα το έχω εκτίσει. Το προηγούμενο διάστημα, εδώ κι ένα χρόνο, το συμβούλιο της φυλακής δε μου χορηγούσε τις τακτικές άδειες που δικαιούμουν ζητώντας μου να μεταμεληθώ και να αποκηρύξω τη δράση της οργάνωσης. Στην ουσία, όχι μόνο με ξαναδίκαζε, αλλά αποζητούσε κάτι χειρότερο από την ποινή. Την ηθική μου εξόντωση. Ούτε αυτό με τρόμαξε. Μπορώ να ζήσω και χωρίς ανάσες ελευθερίας αν το αντίτιμο είναι μια ξεφτίλα εις το διηνεκές. Ωστόσο, βρίσκομαι εδώ από την πρώτη στιγμή. Εισπράττω μια αδιανόητη φθορά από καταστάσεις που κάνεις δε θα θελε να ζήσει και παλεύω με το δικό μου τρόπο απέναντι στον κοινό αντίπαλο. Το ενδιαφέρον για την υπόθεσή μας και συνολικότερα για τις πολιτικές δικές έχει φθίνει. Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, σε προσωπικό επίπεδο, δε θα μου κάνει μεγάλη διαφορά. Σε δικούς μου, όμως, ανθρώπους θα κάνει τεράστια, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Γι’ αυτούς βρίσκομαι εδώ όσον αφορά αυτό το σκέλος. Και γνωρίζω ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον μου από την αρχή. Όμως δεν έχω το δικαίωμα να παραιτηθώ. Γιατί όταν κάποιος άνθρωπος σε στηρίζει κάθε μέρα εδώ και χρόνια και ελπίζει και πλάθει όνειρα για το μέλλον, εσύ δε μπορείς να βουτάς στην κυνικότητα και την παραίτηση. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το δικαστικό σύστημα δεν μας έχει και πολύ σε εύνοια. Το αντίθετο, μάλιστα. Ανήκετε σε ένα μηχανισμό που έχει δώσει πλείστες φορές διαπιστευτήρια στους ισχυρούς αυτής της χώρας. Παρόλα αυτά εγώ το παλεύω ως χρέος σε κάποιους ανθρώπους που με στηρίζουν και στη συνείδησή μου.
Ακόμα, όμως, κι αν το ενδιαφέρον για μια πολιτική δική να είναι μειωμένο, πάντα αξίζει να δοθεί μια πολιτική αντιπαράθεση. Κι εδώ σαφώς υπάρχει μια τέτοια. Από τη μία ο Επαναστατικός Αγώνας, οι δυνάμεις της αντίστασης, οι φορείς ενός άλλου δικαίου κι από την άλλη ένα ειδικό δικαστήριο που επιχειρεί την αποπολιτικοποίηση της ένοπλης δράσης, την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων. Κάθε φορά που δίνεται η δυνατότητα για μια τέτοια μάχη είναι μια όμορφη ημέρα. Κάθε φορά που δίνεται το βήμα σε έναν αγωνιστή να διαλαλήσει την αλήθεια του, να ξεμπροστιάσει τον αντίπαλο είναι μια όμορφη μέρα. Κάθε φορά που η υπεροχή του αγωνιστή επισκιάζει το σκηνικό αντιστρέφοντας τους συσχετισμούς, είναι μια όμορφη μέρα. Κι αυτή εδώ, όπως και η αντίστοιχη στον πρώτο βαθμό, είναι μια όμορφη μέρα για μένα. Για τους συντρόφους που ήρθαν να με στηρίξουν, για τους γονείς μου, για τη συντρόφισσά μου, για τα παιδιά μου που θα θελα να ναι κι αυτά εδώ, είναι μια όμορφη μέρα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί για εκείνους, όλες οι υπόλοιπες μέρες δεν είναι όμορφες. Είναι ξερές, άγονες και μισακές. Όμως μέρες σαν κι αυτή έρχονται να τους υπενθυμίσουν το λόγο που όλες οι υπόλοιπες είναι τόσο άσχημες, τις αιτίες που η ζωή τους έχει πληγωθεί τόσο, αλλά και την περηφάνια που ένας δικός τους άνθρωπος μπήκε μπροστά σε αυτό που όλοι οι σώφρονες άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν συνειδητοποιήσει. Ότι μόνο ο αγώνας ενάντια στο σάπιο καθεστώς της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μπορεί να κάνει τις ζωές τους πλήρεις. Είναι και όμορφη γι’ ακόμη ένα λόγο. Γιατί μέρες σαν κι αυτές μένουν στην ιστορία. Όχι πως έχω καμιά τέτοια ανάγκη, αλλά η ζωή με δίδαξε να έχω υπομονή. Τίποτα δεν χάνεται ή κερδίζεται μέσα σε μια μέρα, όσο όμορφη ή όσο άσχημη κι αν αυτή είναι. Θυμάμαι την αντίστοιχη απολογία μου στο πρωτόδικο όπου μια συντρόφισσα που δε ζει σήμερα ήρθε και με ευχαρίστησε κλαίγοντας που είμαι στον Επαναστατικό Αγώνα. Αυτό για μένα είναι ιστορία και δεν τη χαρίζω σε κανέναν.
Ξέρω πως πολλοί σύντροφοι που αγάπησαν τον Επαναστατικό Αγώνα, που γαλουχήθηκαν από το λόγο και τη δράση του, ίσως να φύγουν με μια αίσθηση πικρίας από αυτό εδώ το δικαστήριο. Δε θα τους αδικήσω. Άλλωστε, είμαι κι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό. Πολλές φορές στον αγώνα αναγκαζόμαστε να κάνουμε ατυχή, πλην επιβεβλημένα πράγματα. Όμως, ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είναι μια ηττημένη οργάνωση. Ακόμη κι αν υπέστη κάποιες ήττες, τα ιδανικά που πρεσβεύει, η αλήθεια του παραμένει ζωντανή και πολλά υποσχόμενη. Με τον ίδιο τρόπο που παραμένει ζωντανή η φλόγα της κοινωνικής επανάστασης στην καρδιά του κάθε αγωνιστή. Με τον ίδιο τρόπο που διατηρείται παρούσα η μνήμη των νεκρών συντρόφων μας. Εκείνη που ηττήθηκε παταγωδώς είναι η άλλη πλευρά. Αυτή είναι μια παντελής πολιτική ήττα. Κάθε αφήγημα από τη μεριά της εξουσίας τα τελευταία χρόνια κατέρρευσε παταγωδώς. Ανεξάρτητα από την τοποθέτηση στο πολιτικό φάσμα, όλοι οι διαχειριστές του μνημονιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης βυθίστηκαν στα τάρταρα. Η απαξίωσή τους είναι καθολική. Αν και ηττημένοι πολιτικά διαθέτουν ακόμα τη δομή του κράτους για να υπερισχύουν. Για πόσο, δε μπορεί να πει ακόμη κάνεις. Σίγουρα όχι για πάντα. Γιατί αυτό θα συνέβαινε όταν θα χάνονταν κάθε βούληση για αντίσταση, κάθε πάθος για λευτεριά, κάθε όραμα για έναν πιο δίκαιο κόσμο. Όταν ο κόσμος του αγώνα θα βούλιαζε στην παραίτηση, στην αμφιβολία, στη θλίψη της εσωστρέφειας. Όταν το αίμα των νεκρών συντρόφων θα έχανε κάθε συμβολισμό ή όταν θα απαξιωνόταν οικτρά. Τότε, την ώρα των σκιών, την ώρα που θα είχαμε χάσει κάθε ακτίνα αισιοδοξίας, κάθε ενδόμυχη ελπίδα για το αύριο, για εκείνους που αγαπούμε, η εξουσία θα έτριβε χαιρέκακα τα χέρια της. Τότε, θα μπορούσε να ελπίζει σε μια παντοτινότητα. Όμως σήμερα δε μπορεί να το κάνει αυτό. Γιατί σήμερα ο Λάμπρος είναι ζωντανός, όπως και ο Αλέξανδρος, ο Χριστόφορος, ο Μιχάλης, ο Κάρλο, ο Χρήστος… Εδώ, μέσα σε αυτήν την αίθουσα βρίσκονται απέναντι σας. Όλοι τους. Γι’ αυτό, οι μέρες αυτής της βαρβαρότητας είναι μετρημένες…. Θα ξεκινήσω από εκεί που ξεκίνησαν όλα για μένα. Τον τόπο καταγωγής μου, το Μαντούδι Εύβοιας. Προτού, όμως, σας μιλήσω γι’ αυτό, θα μοιραστώ μαζί σας το εξής οξύμωρο που υποδηλώνει πολλά για την αντικειμενική, αλλά και την υποκειμενική υπόσταση του ταξικού πολέμου. Πριν από λίγα χρόνια στη φυλακή βλέποντας ειδήσεις, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια γνώριμη φυσιογνωμία. Ήταν ένας συγχωριανός μου. Νέος άνθρωπος, μερικά μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου. Θυμάμαι ακόμη και το όνομά του. Στο τέλος αυτής της είδησης ακολούθησε ένα ελαφρύ μειδίαμα κι έπειτα πλειάδα σκέψεων. Δίπλα στη γνώριμη αυτή φυσιογνωμία αναγνώρισα -ακόμη πιο εύκολα- άλλη μια. Ήταν ο Πολ Τόμσεν, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Τρόικα. Σήμερα έχει αναβαθμιστεί. Ο συγχωριανός μου του άνοιγε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να εισέλθει. Ήταν ένας από τους φρουρούς που του διέθετε το ελληνικό κράτος για να τον φυλάει από ανθρώπους σαν κι «εμένα». Δυο άνθρωποι με, λίγο πολύ, κοινή κοινωνική και ταξική αφετηρία, μεγαλωμένοι στην ίδια κοινότητα, κατέληξαν να διαλέξουν αντίπαλα στρατόπεδα. Σε μια εποχή, μάλιστα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η πιο κρίσιμη για το μέλλον αυτού εδώ του τόπου.
Η σταδιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας, από βιομηχανική σε μια οικονομία διάθεσης υπηρεσιών και προϊόντων, βρήκε πολλές επιχειρήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την απληστία των ιδιοκτητών τους και τη διάθεση απεμπλοκής από μια τέτοια δραστηριότητα, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των λεγόμενων «προβληματικών». Επιχειρήσεις οι οποίες φορτώθηκαν στο κράτος από τον αποχωρήσαντα, με τα κέρδη, ιδιοκτήτη τους, περισσότερο για να εκκαθαριστούν, παρά για να εξυγιανθούν. Η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακολουθώντας ένα αυστηρό δημοσιονομικό πρόγραμμα λιτότητας, σταμάτησε να επιχορηγεί μια σειρά από τέτοιες επιχειρήσεις και τις έκλεισε. Ήταν ο επίλογος μιας ολόκληρης περιόδου. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και τα μεταλλεία Σκαλιστήρη, στη βόρεια Εύβοια. Κι ανάμεσα στους χιλιάδες ανθρώπους που έπληξε η φρίκη της ανεργίας ήταν κι ο πατέρας μου. Τα χωριά της περιοχής μαράζωσαν και πολλές οικογένειες βρέθηκαν αντιμέτωπες με το φάσμα της ανέχειας. Η ζωή μας δε θα ήταν ποτέ, πια, η ίδια.
Μεγάλωσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου η λέξη «αδικία» είχε έναν απτό χαρακτήρα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι πρώτες μου πολιτικές αναζητήσεις στην εφηβεία είχαν ένα κοινωνικό υπόβαθρο χτισμένο με υλικούς όρους. Η φτώχεια, η ανεργία, οι περιορισμοί, η αποσύνθεση της κοινότητας στην οποία μεγάλωνα, ήταν ήδη αρκετά για να ωθήσουν έναν άνθρωπο να ενταχθεί στις γραμμές του αγώνα. Μέσα στο παράπλευρο σύμπαν της βιομηχανικής κατάρρευσης που θύμιζε άνεργο λονδρέζικο γκέτο του 19ου αιώνα, ένας νέος άνθρωπος προσπαθούσε να βρει τις αναφορές του. Το Μαντούδι είχε παράδοση στους εργατικούς αγώνες. Η μεγάλη απεργία των μεταλλεργατών του 1976 που αντιμετωπίστηκε με στρατιωτική κατοχή του χωριού από την κυβέρνηση Καραμανλή, είχε γράψει ιστορία στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ίδια παράδοση γέννησε ένα νέο αγώνα εργατών, αυτή τη φορά ενάντια στο οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου. Πολλοί μαθητές τότε, πήραμε μέρος σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά κυρίως μάθαμε με τον πιο σκληρό τρόπο το πιο αληθινό μάθημα της ζωής. Ότι ο κόσμος που ζούμε είναι ταξικά διαμορφωμένος κι ότι τίποτα δεν κερδίζεται δίχως αγώνες.
Όπως τώρα συμβαίνει με τα δικά μου παιδιά, τότε -για διαφορετικό λόγο- η οικογένεια χωρίστηκε. Η αναζήτηση δουλειάς οδήγησε τον πατέρα μου στην πρωτεύουσα. Έπειτα από μερικά χρόνια θα τον ακολουθούσα κι εγώ. Φορτωμένος με τα βιώματα μιας παρηκμασμένης κοινωνίας, αναζήτησα την προοπτική του αγώνα για μια πιο δίκαια κοινωνία στην Αθήνα. Με την έλευσή μου, αμέσως, συμμετείχα σε διαδικασίες του αναρχικού χώρου, συνελεύσεις, συλλογικότητες, καταλήψεις στέγης… Αλλά και οι πρώτες πορείες ενάντια στη μαθητική μεταρρύθμιση Αρσένη, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τη νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, η επίσκεψη Κλίντον… Αργότερα, ακολούθησαν οι διεθνείς διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους των αφεντικών σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, το Λονδίνο, η Πράγα, ο χαμός του Κάρλο Τζουλιάνι στη Γένοβα. Γεγονός που, αν και δεν το έζησα από κοντά, σημάδεψε, με ένα τρόπο, τα νεανικά μου χρόνια. Ύστερα, ήρθαν οι συλλήψεις για τη 17Ν. Ολόκληρος ο μηχανισμός προπαγάνδας του κράτους, με την κατεύθυνση ξένων υπηρεσιών, πήρε φωτιά. Πολύς κόσμος οργίστηκε εκείνες τις μέρες για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Και πολλοί αγωνιστές ξαναγεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες που άφηνε η καταστολή και το ταξικό μίσος των αντιπάλων μας. Πολύς κόσμος ένιωθε το βάρος της ευθύνης να αντιγυρίσει τη λαίλαπα που ερχόταν καταπάνω σε όλο το κίνημα, με ό,τι μέσο διέθετε. Η διαδήλωση της 1ης Οκτώβρη του 2002 ήταν μόνο η αρχή. Μια ευκαιρία για το κίνημα να αναπνεύσει περήφανα. Να πει το δικό του ya basta στον όλεθρο του ιδεολογικού πολέμου που βίωνε.
Οι συλλήψεις για την 17Ν και όσα αυτών ακολούθησαν, ήταν ένα κομβικό σημείο αναφοράς για τη δική μου γενιά. Θέλω να πιστεύω ότι μας έκανε πιο σοφούς ως αγωνιστές. Στην υπόθεση αυτή αναδείχθηκαν διάφορα θέματα που άπτονται του αγώνα. Συμπύκνωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλη τη μανία ρεβανσισμού της ελληνικής αστικής τάξης. Αλλά κι ανέδειξε την πεμπτουσία της αντίστασης. Το πώς η ψυχή ενός, μονάχα, ανθρώπου μπορεί να τα βάλει με ολόκληρο το σύστημα εξουσίας, να αντιγυρίσει τις εις βάρος του συνθήκες και ταυτόχρονα να γίνει φάρος με καθολική κοινωνική αναγνώριση. Αλλά και πέρα από τη σημαντική ιστορία των προσώπων και των πεπραγμένων τους, εκείνο που όλοι βιώσαμε ήταν η ελληνική εκδοχή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Η αντίστοιχη επίθεση της συμμαχίας των πρόθυμων, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ενάντια σε κράτη που δεν εντάσσονταν στα παγκόσμια κριτήρια συνεργασίας μαζί τους. Εδώ, χωρίς να έχουμε τους αντίστοιχους δίδυμους πύργους, αλλά σχεδόν τρεις δεκαετίες ένοπλης δράσης, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη ολομέτωπη επίθεση στον κόσμο του αγώνα. Δεν επρόκειτο μόνο για τη 17Ν ή τον ένοπλο αγώνα, αλλά για όλο το εύρος του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα. Ο εσωτερικός εχθρός έπρεπε να παταχθεί. Αυτό το οποίο δε συνειδητοποιούσε κάνεις, όμως, τότε ήταν ότι εκείνη η επίθεση από μεριάς τους δημιουργούσε το έδαφος για την αναγέννηση αυτού του εσωτερικού εχθρού. Με νέους όρους, μέσα στις νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωνε η ένταξη της χώρας στη νομισματική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών.
Η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα άλλαξε άρδην τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα. Η οικονομία της χώρας προχώρησε σε μια αναντίστοιχη με τις πραγματικές της δυνατότητες μεγέθυνση. Η χρηματοπιστωτική λαίλαπα των δεκάδων τραπεζικών προϊόντων έφεραν μια επίπλαστη ευφορία που σύντομα θα αποδεικνύονταν ένα μεγάλο ψέμα. Ο εκμαυλισμός αυτής της κοινωνίας είχε, ήδη, αρχίσει. Κάνεις δε διδάχθηκε από τη μεγάλη ληστεία του χρηματιστηρίου, όπου μικροεπενδυτές έχασαν όλο τους το βιός με προτροπή της τότε κυβέρνησης Σημίτη. Η πλάνη του αβίαστου τραπεζικού δανεισμού που εξασφάλιζε μια αθρόα κατανάλωση ήταν πολύ γλυκιά για να εξημερωθεί κι ο κόσμος πολύ στερημένος για να βάλει φρένο. Το απωθημένο της ευρωπαϊκής οικονομικής εξίσωσης λειτουργούσε ανεξέλεγκτα. Και πίσω από αυτό, κάποιοι πλούτιζαν. Πρώτες από όλους οι τράπεζες. Με τη φθηνή ρευστότητα να ρέει αφειδώς από την ΕΚΤ, τα χρώματα του ευρώ γίνονταν μια δεύτερη εθνική σημαία για την παμφάγα οικονομική ελίτ της χώρας. Κι όλα αυτά εις βάρος των συνήθων υποζυγίων που υποθήκευαν τις ζωές τους χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Στο πέλαγος μιας επίπλαστης ευημερίας ένας νέος πολιτισμός παράχθηκε. Και είχε όλα εκείνα τα οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά του επαρχιώτη αγράμματου εφήβου που συναντά ξαφνικά τη ζωή στην πρωτεύουσα και καμώνεται τον καμπόσο. Ό,τι ζήσαμε τη δεκαετία των '00 αποτυπώνεται στην παραπάνω πρόταση. Η παράδοση των λαϊκών αγώνων είχε, σχεδόν, ξεχαστεί, η παράδοση του νεοελληνικού διαφωτισμού είχε ξεχαστεί, ό,τι πιο σπουδαίο είχε παραγάγει αυτός ο λαός παραμεριζόταν για χάρη μιας μεταμοντέρνας υποανάπτυκτης εκδοχής ενός πολιτισμού σκουπιδοκαπιταλισμού.
Όλη αυτή η καθυστέρηση στην αυγή του 21ου αιώνα, ήταν λογικό να παραγάγει και την άρνησή της. Ο καπιταλισμός, άλλωστε, δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που τροφοδοτούν την αντίσταση σε αυτόν. Η γενιά που γαλουχήθηκε σε αυτά τα -μη- ιδανικά, έφερε μαζί της και το αντίπαλο δέος. Ένα κομμάτι νεολαίας, κυρίως, που απαυδισμένο από αυτό που έβλεπε γύρω του έστρεψε τα βέλη του εναντίον του συνόλου της παρακμής. Και η ίδια η κοινωνία θεωρούνταν εξίσου συνένοχη για την εικόνα εκφυλισμού που παρουσιαζόταν. Οι πρώτες αντικοινωνικές τάσεις έκαναν την εμφάνισή τους δειλά και στο πολιτικό πεδίο. Παράλληλα με την οικονομική άνθιση και τα μεγάλα έργα των ολυμπιακών αγώνων, η χρηματοδότηση της υγείας, της έρευνας και της παιδείας διαρκώς έφθινε. Και σα να μην έφτανε αυτό, οι μόνες μεταρρυθμίσεις που ένοιαζε την πολιτική ελίτ να κάνει ήταν η κατάργηση του ασύλου και άλλα περιοριστικά μέτρα. Ο αγώνας που ξέσπασε ενάντια στο νομό πλαίσιο για την παιδεία το 2007 ήταν ενδεικτικός για όσα θα ακολουθούσαν. Ένα κομμάτι της νεολαίας εξέφρασε δυναμικά την εναντίωσή του απέναντι στις αισχρές παρεμβάσεις στα πανεπιστήμια, αλλά και σε ολόκληρο το νέο οικοδόμημα μιας νεοφιλελεύθερης ελληνικής καρικατούρας. Μια νέα ριζοσπαστικοποίηση γεννιόταν. Προπομπός της εξέγερσης του Δεκέμβρη του '08. Μπολιασμένη με την παράδοση των αντιεξουσιαστικών αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά κρατώντας πολλά δικά της χαρακτηριστικά. Η επίθεση στο υπάρχον, δίχως πολλά άλλοθι για κοινωνική απεύθυνση ήταν ένα από εκείνα τα κύριά της. Στην πραγματικότητα, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η εικόνα της κοινωνίας προκαλούσε τίποτε λιγότερο από κάτι τέτοιο.
Ο Επαναστατικός Αγώνας γεννιέται, ακριβώς, μέσα σε εκείνη την μεταβολή. Σε παγκόσμιο επίπεδο η παγκοσμιοποίηση των αγορών ενισχύει καθολικά τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες. Η αυγή του 21ου αιώνα προεικονίζει τη σαρωτική αντεπίθεση μιας προσφάτως πληγωμένης αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, διαμορφώνονται εκείνοι οι όροι για να αναδυθούν νέες οικονομίες σε πλανητικό επίπεδο και να ενισχυθούν γεωπολιτικά άλλες. Μέσα σε μια πλανητική συνθήκη ιμπεριαλιστικής ισχύος που ευαγγελίζεται το τέλος της ιστορίας, τη διαρκή μεγέθυνση των οικονομιών και την παγίωση μιας νέας τάξης με επικεφαλής τις ΗΠΑ, κάτι φαίνεται να μην πηγαίνει κι εντελώς καλά. Παρόλα αυτά, το νέο αντιτρομοκρατικό δόγμα επεκτείνεται παντού. Ο εσωτερικός εχθρός πρέπει να παταχθεί και οι κοινωνίες στις οποίες αυτός πλέει πρέπει να καθυποταχθούν. Οι χώρες της περιφέρειας που δε συμμορφώνονται πλήττονται άμεσα κι εκείνες του πρώτου κόσμου που συνδράμουν στην πλανητική εκκαθάριση των ανυπότακτων αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν την ίδια στρατηγική στο εσωτερικό τους. Οι δυτικές κοινωνίες υπάγονται σε μια αναβάθμιση του ελέγχου με τεχνολογικά μέσα, με την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του στρατού στο αστυνομικό έργο και ό,τι μένει έξω από αυτό καλύπτεται από την καταναλωτική αποχαύνωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η όξυνση των πολύμορφων αντιθέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά ταξικά στρατόπεδα, αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό τους προεξοφλεί μια αναπάντεχη καταιγίδα που θα σαρώσει τα πάντα.
Η κρίση που ζούμε είναι αναμφίβολα από τις πιο βαθιές κρίσεις στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Κι αυτό γιατί ανέδειξε τις δομικές αστοχίες του οικοδομήματος της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Κι ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο οι οικονομίες δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τον αρχικό πανικό και σταθεροποιούνται, ο κλονισμός που επέφερε η τόσο ακαριαία κατάρρευση ολόκληρων μεγαθήριων του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η αμιγώς οικονομική κρίση έχει πάρει τα χαρακτηριστικά γεωπολιτικής αναδιάταξης δυνάμεων. Μια σειρά από συγκρούσεις στην περιφέρεια ανακατεύουν την τράπουλα της παγκόσμια κατανομής εξουσίας και προοικονομούν ευρύτερες εξελίξεις. Το ενδεχόμενο της γενίκευσης αυτών των πολέμων με άμεση εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων είναι σήμερα πιο πιθανή από ποτέ. Κι ένα νέο παγκόσμιο αιματοκύλισμα των λαών στο βωμό της αναδιάταξης των συσχετισμών εξουσίας των μεγάλων δυνάμεων είναι προ των πυλών.
Η Ελλάδα χτυπήθηκε από την κρίση πιο πολύ από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Και η γηραιά ήπειρος, αντίστοιχα, έμεινε πολύ πίσω στον ανταγωνισμό με τις νέες αναδυόμενες οικονομίες. Σε μια τέτοια αδυσώπητη σύγκρουση, ο ευρωπαϊκός βορράς έπρεπε να τρέξει. Οι λαβωμένες από την κρίση ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες έπρεπε να καλύψουν τις ζημιές. Η διαδικασία της επιβολής μνημονίων στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου ήρθαν να εξυπηρετήσουν, ακριβώς, αυτήν την ανάγκη. Τα ελλείμματα του νότου και η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική λιτότητας ενίσχυσε την εξαγωγική εμπορική πολιτική του βορρά και την παραγωγή μεγάλων πλεονασμάτων. Σε μια κατάσταση στασιμότητας της παγκόσμιας οικονομίας, οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούν να μη μείνουν εντελώς πίσω στη νέα κατανομή εξουσίας. Αντίθετα, με το νότο που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Και ακόμα ειδικότερα με την Ελλάδα, η όποια έχει πάψει να λογίζεται εδώ και καιρό ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Η Ελλάδα θεωρείται από τους εταίρους της στην ΕΕ ως ένα κράτος-ανέκδοτο. Δε συνυπολογίζεται ως ένα πλήρες, πια, μέλος της νομισματικής ένωσης, αλλά ως η κερκόπορτα για τη μετεξέλιξη της ένωσης σε μια διαβαθμισμένη δομή. Το μνημονιακό καθεστώς θεσμοθετείται και επισήμως.
Ο Επαναστατικός Αγώνας μίλησε και έδρασε σε αυτή την καυτή περίοδο για την Ελλάδα και τον κόσμο. Η αυγή του 21ου αιώνα επιφύλασσε κάθε άλλο παρά μια ήρεμη κανονικότητα για την ανθρωπότητα. Έχοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διαύγεια και τη διορατικότητα να αναλύει με απλότητα, κατάφερε να προσεγγίσει κοινωνικά κομμάτια με μια αμεσότητα. Κατάφερε να αποτελέσει για πολύ κόσμο ένα αποκούμπι στις δύσκολες συνθήκες που βίωνε. Αλλά και για το ίδιο το κίνημα υπήρξε κινητήριος δύναμη σε πολλά επίπεδα. Άνοιξε πεδία όπου ήταν παλιότερα δυσπρόσιτα για τους αναρχικούς. Οι παρεμβάσεις του, πάντα καίριες και αποφασιστικές για τα φλέγοντα πολιτικά ζητήματα. Αποτέλεσε μια νέα ανάσα, ένα ξεφύσημα ανακούφισης για πολύ κόσμο που ένιωθε τον αχό της καταπίεσης πάνω του. Κι όταν ξέσπασε η κρίση κι ο κόσμος, κατά κάποιο τρόπο, «λυτρώθηκε», η κοινωνική αποδοχή ήταν ευρεία. Η δικαίωση των αγώνων που δώσαμε ήταν καθολική. Ποτέ δε θα ξεχάσω ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα, ανθρώπους ακόμα και συντηρητικούς να αποδίδουν εύσημα στην οργάνωση και του ανθρώπους της. Ακόμα και μέσα στη λογική της ανάθεσης, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη μάστιγα για την κοινωνική χειραφέτηση, μπορώ να διανοηθώ τις ενδόμυχες σκέψεις πολλών ανθρώπων που ασπάζονται τον ένοπλο αγώνα. Γιατί, ειδικά στις σημερινές συνθήκες οπού όλες οι προηγούμενες συμβάσεις έχουν καταρρεύσει, είναι τέτοια η συνειδητοποίηση της οργής για το σύστημα που κάθε άλλη εναλλακτική φαίνεται λειψή. Ο καθένας σήμερα γνωρίζει ότι τίποτε δε μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με δυναμικούς αγώνες. Και ξέρει τώρα πως δε μπορεί να εμπιστευτεί κανένα παρά μόνο τον εαυτό του για να το κάνει.
Αν κάτι καλό μπορεί να έχει μείνει από τη λαίλαπα της κυβέρνησης της Αριστεράς είναι αυτό. Η κοινωνία έχασε και την τελευταία ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των ταξικών της συμφερόντων. Ζούμε σε μια ακραία εποχή, όπου οι ενδιάμεσες καταστάσεις έχουν απαλειφθεί. Με τον Σύριζα αποδείχθηκε περίτρανα ότι δε μπορεί να υπάρξει εναλλακτική διαχείριση του μνημονιακού καθεστώτος. Μέσα σε λίγο μόνο χρόνο κατάφερε να απωλέσει ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Για την ακρίβεια, είναι τέτοια η οργή του κόσμου για τις φρούδες ελπίδες που καλλιέργησε, που θα πληρώσει τελικά τα σπασμένα για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Και όχι άδικα, βεβαίως. Ήταν τέτοια η δίψα του για παραμονή στην εξουσία που κατάφερε να περάσει δύο συναπτά μνημόνια και να συμφωνήσει μέτρα που συντηρούν τη λιτότητα για τις επόμενες δεκαετίες. Καταστάσεις που ο παλιός δικομματισμός θα δυσκολευόταν πολύ έστω και να τα διανοηθεί. Όμως, η τακτική της συναίνεσης δείχνει να λειτουργεί καλύτερα από εκείνη του βούρδουλα. Και σα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ο Σύριζα, αυτό το γνωρίζει πολύ καλά. Άλλωστε, δεν είναι λίγα τα εύσημα που του αποδίδονται από ξένους παράγοντες, ηγέτες κρατών, διεθνείς οργανισμούς για το κλίμα κοινωνικής ειρήνης που κατάφερε να διατηρήσει εν μέσω ξεπουλήματος της χώρας. Πράγματι, ένα σεμιναριακού επιπέδου επίτευγμα που θα πρέπει να διδάσκεται στη σύγχρονη κυβερνητική.
……………………
Αλλά να γυρίσω πίσω τώρα στο πρώτο ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα. Είναι αρκετή μια αντικειμενική συνθήκη για να ωθήσει ένα νέο άνθρωπο στον αγώνα και δη στον ένοπλο; Η απάντηση είναι σαφής. Όχι! Οι αποδείξεις είναι πολλές. Ο άνθρωπος που γίνεται φρουρός του Τόμσεν, ο άνεργος που ψηφίζει ΧΑ, ο αδύναμος κοινωνικά που κανιβαλίζει την τάξη του… Άρα, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα πως η επιλογή του αγώνα έχει να κάνει με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια. Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι συνηθίζουν να ψυχολογικοποιούν αυτή τη διαδικασία. Όπως η ζωή, έτσι και η πολιτική είναι μια σύνθεση πραγμάτων. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό γίνεται φανατικός. Και οι φανατικοί δεν προσφέρουν ποτέ χρήσιμες υπηρεσίες μακροπρόθεσμα. Οι πολιτικές επιλογές των ανθρώπων αντλούν από τις κοινωνικές, ταξικές τους αναφορές και συμπληρώνονται από τη συνειδησιακή υπόσταση που διαμορφώνει ο χαρακτήρας τους. Ένας άνθρωπος από υψηλή εισοδηματική τάξη θα μπορούσε πιο δύσκολα να στραφεί στον αγώνα από ότι ένας που δεν έχει πολλά πράγματα να χάσει. Να μην ξεχνάμε εδώ ότι αυτό που πραγματευόμαστε είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας αυτής. Κι εκείνοι που έχουν σοβαρούς λόγους να την αναζητούν, είναι εκείνοι που αδικούνται κατάφωρα. Η αντικειμενική διάσταση του ταξικού πολέμου είναι υπαρκτή, λοιπόν. Η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο παράγει όλες εκείνες τις αιτίες για να υπάρχει ενεργοποίηση κι από τις δυο πλευρές. Ωστόσο, δεν είναι από μόνη της ικανή να γεμίσει τις γραμμές της αντίστασης. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, η ταξική πάλη θα είχε ξεμπερδέψει από τον 19ο αιώνα και δε θα παιδευόμαστε κι εμείς. Όλοι οι καταπιεσμένοι θα μετατρέπονταν σε αγωνιστές. Κι ύστερα θα περιοριζόταν σε ένα αμιγώς στρατιωτικό ζήτημα η επανάσταση.
Η επιλογή του ένοπλου αγώνα είναι μια δύσκολη επιλογή. Δε φτάνει να πληροί κάποιος τα κριτήρια αντικειμενικότητας που προανέφερα. Σίγουρα εκείνα μπορεί να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε ορισμένες περιπτώσεις. Όμως, μια τέτοια συνειδητή απόφαση εμπεριέχει τον υποκειμενικό παράγοντα συνειδητότητας σε μεγάλο βαθμό. Η ένοπλη πάλη είναι πρωτίστως μια πολιτική αντιπαράθεση. Είναι ένας δυναμικός τρόπος για να κάνει κάποιος την πολιτική σύγκρουση να έχει ευρύτερη απήχηση. Γι’ αυτό το λόγο, η αιτία που οδηγεί ένα νέο άνθρωπο σε μια τέτοια επιλογή δε θα πρέπει να είναι, μοναχά, ένα περί δικαίου αίσθημα αντεπίθεσης. Αυτό είναι απόλυτα υγιές και τροφοδοτεί, έτσι κι αλλιώς, τη διάθεση του αγωνιστή για αντίσταση. Η πολιτική διαχείριση μιας σύγκρουσης προϋποθέτει μια πλειάδα χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. Η ανάλυση του πολύπλοκου κόσμου στον οποίο ζούμε δε μπορεί να παρακάμπτεται από μια απλουστευτική διάθεση. Εκείνοι είναι οι εκμεταλλευτές, εμείς έχουμε το δίκιο, άρα πάμε…. Δεν είναι η εποχή των αυτονόητων αυτή. Παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις τα αυτονόητα αναπαύονται δίπλα μας. Ζούμε στην εποχή όπου χιλιάδες πληροφορίες μεταδίδονται αστραπιαία. Οι αποδέκτες τους χρειάζονται βαθύτερες έννοιες για να κινητοποιηθούν. Έτσι, η στόχευση του ένοπλου αγωνιστή πρέπει να συμβαδίζει με την εποχή του, αλλά και παράλληλα να προσπαθεί να τη διεμβολίσει δημιουργικά. Σήμερα, όπως και πάντοτε, για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να τον γνωρίσουμε καλά. Και να μιλήσουμε στη γλώσσα του μαθαίνοντάς του τη δικιά μας.
Στην Ελλάδα η ένοπλη πάλη έχει διαχρονικά πλούσια παράδοση. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ιστορικές καταβολές της ένοπλης αντίστασης ενάντια στον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό ναζισμό την περίοδο της κατοχής και αργότερα στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού την περίοδο του εμφυλίου. Όλη εκείνη η παρακαταθήκη πέρασε στις επόμενες γενιές όπου και μέσα στις νέες συνθήκες της χούντας και της μεταπολίτευσης χρησιμοποιήθηκε ορθά. Η ένοπλη πάλη ως ιστορική συνέχεια του διαχρονικού αιτήματος του λαού για κοινωνική απελευθέρωση και τιμωρία των εκάστοτε υπευθύνων για τα δεινά του προλεταριάτου, είναι μια -κατά κοινή ομολογία- κοινωνικά νομιμοποιημένη διαδικασία. Πολύ περισσότερο σήμερα που η κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Όπως επισήμανα, ο ελληνικός λαός έχει περάσει πολλά τα τελευταία χρόνια. Η απαξίωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος είναι καθολική. Η δίψα για κοινωνική δικαιοσύνη ακόμα περισσότερη. Κι όταν είναι ορατό στον καθένα ότι η θεσμική δικαιοσύνη, σήμερα, συντάσσεται ξεκάθαρα με τον κόσμο των ισχυρών, με μια σειρά αποφάσεων που προκαλούν το κοινό αίσθημα, τότε αναπόφευκτα η κοινωνία θα στραφεί αλλού. Γιατί ο ελληνικός λαός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Μπορεί να υπομείνει στωικά δεκαετίες μνημονιακής καταπίεσης, αλλά δε μπορεί να χωνέψει ούτε λεπτό την ατιμωρησία.
Οι περισσότερες ομάδες ένοπλης πάλης που σχηματίστηκαν μετά τη μεταπολίτευση είχαν ως στρατηγική τους την πολιτική παρέμβαση στα πράγματα, παρά την ανάπτυξη ενός ευρέως ένοπλου κινήματος που θα προχωρούσε σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση με το κράτος. Ακόμα κι αν μια τέτοια δεύτερη σκέψη υπήρχε σε σκέψεις πολλών αγωνιστών, η κοινωνική πραγματικότητα δεν υπήρξε γόνιμη για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα. Η κοινωνία συμβάδισε με την επιλογή του ένοπλου αγώνα ως μία διαδικασία συμβολικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας και ακόμη περισσότερο ως μία διαδικασία απόδοσης ευθυνών. Αυτή η αρχή εξακολούθησε να ισχύει και τα μετέπειτα χρόνια, ώς και τις μέρες μας. Η λογική της ανάθεσης, η οποία έχει εμποτίσει μέχρι το μεδούλι αυτή την κοινωνία, κυριάρχησε και σε αυτό το πεδίο. Όλοι γνωρίζουν ότι χρειάζεται αγώνας για να κατακτήσει κάνεις την κοινωνική απελευθέρωση, όμως λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι είναι πραγματικά διατεθειμένοι να το πράξουν. Γι’ αυτό και παραμένει ζητούμενο ώς και τις μέρες μας.
Η ένοπλη πάλη είναι ένα ακόμη μέσο που διαθέτει η πλευρά των καταπιεσμένων για να διεξάγει τον ταξικό πόλεμο. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Είναι, όμως, το ίδιο και για τις ελίτ; Σαφώς όχι. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού η αμεσότητα της απειλής είναι διαφορετική. Γι' αυτό το λόγο εκδηλώνεται όλο αυτό το μένος εναντίον των πολιτικών κρατουμένων, γι’ αυτό ο ρεβανσισμός εναντίον συγγενών μας, γι’ αυτό θωρακίζεται το νομικό οπλοστάσιο με αντιτρομοκρατικούς νόμους… Αυτό, φυσικά, είναι κάτι το οποίο λαμβάνουμε υπ’ όψιν. Η ιεράρχηση των μέσων αγώνα από τον αντίπαλο είναι σαφής. Σαφής, όσο τα χρόνια που βγάζουμε φυλακή, όσο οι μέρες και οι νύχτες που οι άνθρωποί μας μένουν μόνοι περιμένοντας. Αυτό, όμως, δε μας κάνει να υιοθετούμε την αντίληψη του εχθρού. Οι αγωνιστές πρέπει να διακρίνονται για την ταπεινότητά τους. Γνωρίζουμε, σαφώς, ότι δεν κάναμε μια συνηθισμένη επιλογή αγώνα. Και ότι τούτη η επιλογή εμπεριείχε την προοπτική του θανάτου και της φυλάκισης. Όμως, στη σημερινή εποχή αυτές οι συνέπειες γίνονται μια σύμβαση της καθημερινότητας για πολλούς άλλους ανθρώπους που δεν ασχολούνται με τον πολιτικό αγώνα. Έτσι, δεν είναι το κόστος που θα μας καθορίσει ούτε και οι προσδιορισμοί του κράτους. Ο ετεροκαθορισμός στην πολιτική μπορεί να οδηγήσει κάποιον σε παράξενα μονοπάτια μακριά από τη σεμνότητα του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.
Ένας αγωνιστής που προσβλέπει σε μια επανάσταση της κοινωνίας απέναντι στο υπάρχον σύστημα εξουσίας, την κατάργησή του και την αντικατάσταση από οριζόντιες μορφές οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, οφείλει να είναι πραγματικά επαναστάτης στο σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται αυτή τη διαδικασία ως μια ολότητα που αλληλοεπιδρά σε μία χρονική συνέχεια. Η κοινωνική επανάσταση δε θα μπορούσε ποτέ να αναχθεί σε μια αμιγώς στρατιωτική υπόθεση, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται και αυτή της η σημαντική έκφανση. Για το λόγο αυτό, εκείνος που θέλει να αποκαλείται επαναστάτης πρέπει να μοχθεί πρώτα από όλα για τη δική του, προσωπική, διαδικασία ολοκλήρωσης. Κι εδώ ανατρέχω σε κάτι που έγραψα στο βιβλίο μου. «Σύντροφοι, δεν υπάρχει επαναστατική διαδικασία, ξεκομμένη από την ίδια τη ζωή», είπε με συγκαταβατική φωνή. «Η ποίηση, ο έρωτας, η μόρφωση, η αγάπη, όπως και ο πόλεμος, είναι όλα εκφάνσεις της. Σκοπός ενός επαναστάτη είναι να εξελίσσεται συνεχώς, σε μια όσο πιο ολοκληρωμένη ύπαρξη μπορεί, και μάλιστα στο τώρα, όχι μετά την όποια επανάσταση. Γιατί και η επανάσταση ακόμα είναι μια εξελικτική διαδικασία. Δεν γίνεται, λοιπόν, να είσαι φελλός σε μόνιμη βάση, και ξαφνικά να φτιάξεις έναν κόσμο πλήρους γνωσιακής ανάπτυξης. Δεν γίνεται να είσαι άτεχνος και να οικοδομείς έναν κόσμο με υψηλά κριτήρια αισθητικής. Δεν γίνεται να είσαι ένας μονοδιάστατος στρατιώτης, και απότομα να ανακαλύπτεις ότι η ελευθερία είναι μια υπόθεση πολλών διαστάσεων. Όπως και, τέλος, δεν γίνεται να είσαι ένας σκατόψυχος και να θες να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο, γιατί αυτός αναγκαστικά θα έχει κηλιδωθεί από όλες αυτές τις αντιφάσεις. Ειδικά αυτό το τελευταίο, απλά δεν γίνεται».
Τι επιζητά κάνεις μέσα από την ένοπλη πάλη… Πρώτον, τη δυνατότητα κοινωνικής απεύθυνσης που εξασφαλίζει ένα δυναμικό γεγονός μέσα στην επικράτεια. Δεύτερον, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη της πράξης που εγείρουν συνειδήσεις και αποτελούν σημεία αναφοράς τόσο αυτοστιγμεί όσο και σε βάθος χρόνου. Τρίτον, την ευθεία αντιπαράθεση με τις γραμμές του εχθρού και την παραδειγματική ικανότητα να πληχθεί. Σε γενικές γραμμές, αυτοί είναι οι πολιτικοί άξονες πάνω στους οποίους πατά ένας αγωνιστής όταν εγχειρεί σε αυτό το πεδίο. Οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από αυτά τα όρια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να περάσει σε άλλα μονοπάτια. Γι’ αυτό, η πολιτική διαύγεια είναι το μεγαλύτερο προσόν που θα έπρεπε να κατέχει ο κάθε αγωνιστής. Διαύγεια της κατάστασης που υπάρχει απέναντί του και κυρίως της δικής του. Όταν αυτή απουσιάζει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να υπεισέλθουν άλλα στοιχεία που εύκολα μπορεί να αποπροσανατολίσουν έναν αγωνιστή, να αποπολιτικοποιήσουν τη δράση του ή να στρέψουν το κέντρο βάρους της στόχευσής του αλλού. Υπάρχει μια εύθρυπτη ισορροπία για τους ανθρώπους που κάνουν ένοπλη αντίσταση στο κράτος και το κεφάλαιο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός ο πόλεμος διεξάγεται μπορεί να γίνουν πολλές φορές ασφυκτικές. Εκεί είναι που μετριέται κάνεις για τα σταθερά βήματα που κάνει και στο που κατατείνουν αυτά. Ωστόσο, ακόμα κι αν γίνονται λάθη, δεν είναι η δική μας πλευρά που θα πρέπει να απολογηθεί και πολύ περισσότερο μέσα σε ένα δικαστήριο.
………………
Πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή σε μια ένοπλη οργάνωση σημαίνει υπεράσπιση της ιστορίας της. Της ιστορίας των συντρόφων που αγωνίστηκαν για ένα κοινό ιδανικό και όσων έμειναν πίσω από τα πυρά του εχθρού. Όπως είπα ξανά σε αυτό το δικαστήριο, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υπερασπίσει κάνεις την πολιτική του ιστορία, αλλά και ακόμη περισσότεροι για να την ευτελίσει. Γενικότερα στον αγώνα, καλό είναι να έχει κανείς ανοιχτό το μυαλό του. Να προσπαθεί να αντιλαμβάνεται πάνω από τις τέσσερις διαστάσεις που συνθέτουν την πραγματικότητα. Κάποιος που θέλει να αλλάξει τον κόσμο οφείλει να είναι δεκτικός σε εναλλακτικές πραγματικότητες. Έτσι, προχώρησε η ανθρωπότητα ώς τώρα, γιατί κάποιοι δέχθηκαν ότι η γη δεν είναι επίπεδη. Η πολιτική υπεράσπιση μιας οργάνωσης, λοιπόν, μπορεί να γίνεται με, τουλάχιστον, πάνω από ένα τρόπο. Φτάνει να γίνεται. Ο καθένας αγωνιστής έχει το χαρακτήρα του και το βάρος του λόγου του δε μπορεί να μετριέται από τις πόσες λέξεις εκστομίζει σε κάθε συνεδρίαση. Πολιτική ανάληψη δε σημαίνει ομολογία ούτε και αποδοχή των κατηγοριών. Η πολιτική ανάληψη δεν ετεροκαθορίζεται από την ποινική δικονομία. Πολιτική ανάληψη, ωστόσο, δε σημαίνει και παράδοση στην πολιτική δικονομία. Ο αγωνιστής κατακτά τη δική του βαρύτητα στα πράγματα μέσα από την αξιοπρέπεια που αποπνέει στους συντρόφους του και όχι από το «ποινικό εκατοστόμετρο» των ποινών και της έκτισής των. Γι’ αυτό και ξεκαθάρισα από την αρχή ότι θα παλέψω τις κατηγορίες που με βαραίνουν, όπως οφείλει άλλωστε κι ο κάθε κατηγορούμενος να κάνει. Γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη δική μας τύχη. Εδώ ό,τι γράφεται αφήνει και μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Είτε θετική είτε αρνητική. Και αν έχουμε την αντίληψη ότι όσα περισσότερα χρόνια ακούμε, όσο πιο σκληρά περνάμε στη φυλακή μάς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος ως αγωνιστές ή ως κίνημα, τότε πλανιόμαστε. Για την ακρίβεια, όχι μόνο πλανιόμαστε, αλλά οδηγούμε το κίνημα σε μια στρέβλωση χωρίς γυρισμό.
Η διαδικασία αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξελίχθηκε με μια αραιή ροή που ξεπέρασε τα δύο έτη. Στο πολιτικό κομμάτι της δίκης υπήρξε, σποραδικά είναι η αλήθεια, μια προσπάθεια -κυρίως από τον κ. Εισαγγελέα- να κατηγορηθεί ο ΕΑ ως μία ανεύθυνη οργάνωση που δε μεριμνούσε για την αποφυγή τραυματισμών. Πέρα από αυτό, δε θα έλεγα ότι υπήρξε κάποια άλλη πολιτική αντιπαράθεση από την πλευρά της έδρας. Θα έλεγα ότι μάλλον ήταν ένα αδιάφορο δικαστήριο. Η προσέλευση των μαρτύρων κατηγορίας στην ακροαματική διαδικασία δεν είχε να προσφέρει τίποτα για την τεκμηρίωση κατηγοριών, όπως άλλωστε και στο πρωτόδικο. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας της αντιτρομοκρατικής εμφανίστηκε, αν κατάλαβα καλά, μόνο και μόνο για να μην έχει ποινικές ή διοικητικές συνέπειες. Παντελώς αδιάφορος για την ίδια την υπόθεση, αλλά και εμφανώς δυσαρεστημένος με την όλη εμπλοκή του σε αυτή και στο ειδικότερο τμήμα που υπηρέτησε. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν προσέθεσε τίποτα παραπάνω από την αρχική του κατάθεση στο πρωτόδικο κι αυτό με πολύ ζόρι. Θλιβερή εικόνα για κάποιον που εισέπραξε έπαινο για το αντιτρομοκρατικό έργο του. Και πραγματικά, αν δεν ήταν, πιθανότατα, ένας από εκείνους που με βασάνισαν στη Γαδα, τότε μπορεί και να τον λυπόμουν σήμερα. Έτσι φτάνουμε μοιραία να βασιστείτε στην προανακριτική διαδικασία και όσα αυτή εισέφερε στο ακροατήριο. Γιατί επαναλαμβάνω, η ακροαματική διαδικασία δε συνεισέφερε τίποτα για την πλευρά τη δικιά σας. Στο πρωτόδικο καταδικάστηκα για τις πρώτες δύο κατηγορίες με βάση τα «αδιάσειστα» στοιχεία που υπήρξαν σε βάρος μου. Καταδικάστηκα επίσης και για απλή συνέργεια στις ενέργειες της οργάνωσης. Ας δούμε όμως πώς προέκυψε αυτό. Από το σύνολο της προδικασίας, της ακροαματικής διαδικασίας τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου βαθμού, δεν προκύπτει το παραμικρό στοιχείο ή ένδειξη για την εμπλοκή μου στις ενέργειες της οργάνωσης. Ούτε εγκληματολογικά ούτε δια της αναγνώρισης ούτε καθ’ οιοδήποτε τρόπο δεν προκύπτει δική μου εμπλοκή. Όπως άλλωστε και όλων των κατηγορουμένων. Ούτε ως φυσική ούτε ως ηθική ούτε ως ψυχική ούτε ως απλή συνέργεια. Όχι μόνο δεν προκύπτει τεκμήριο ενοχής, αλλά ούτε καν η παραμικρή ένδειξη ώς προς αυτό. Ωστόσο, η έδρα στον πρώτο βαθμό άγχετο να αποδώσει κάπου τις ενέργειες. Δεν είχε σημασία αν υπήρχαν ενδείξεις περί αυτού, πόσο μάλλον τεκμήρια. Έτσι, ακολούθησε το εξής σχήμα «η ανάληψη πολιτικής ευθύνης ισοδυναμεί με ενοχή, ο Γουρνάς έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη, άρα ο Γουρνάς είναι ένοχος». Αν δεν κάνω λάθος, αυτός είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός. Και αυτός, ακριβώς, ο αδύναμος αποδεικτικά συλλογισμός στάθηκε ικανός για να με καταδικάσει σε 50,5 έτη.
Όπως είπα και νωρίτερα, πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή σημαίνει υπεράσπιση της επιλογής κάποιου να συμμετάσχει σε μια οργάνωση. Στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης, από αυτή την de facto συμμετοχή δεν είναι δυνατό να συναχθεί κανένα άλλο συνεκτικό συμπέρασμα, παρά μόνο εικασίες. Όποιος μιλάει, για παράδειγμα, για τις ενέργειες τις οργανώσεις με τιμητικό τρόπο γίνεται a priori ένοχος ως προς αυτές. Όποιος υπερασπίζεται την πολιτική του ιστορία στο δικαστήριο γίνεται αυτομάτως ύποπτος. Όμως, εδώ δεν καλείστε να δικάσετε με εικασίες. Δεν αρκεί να εικάζετε ότι ο Γουρνάς συνέργησε με οποιοδήποτε τρόπο στις ενέργειες. Εδώ καλείστε να το αποδείξετε. Το βάρος της απόδειξης πέφτει στο δικαστήριο, όχι σε μένα. Εγώ από την πλευρά μου θα μπορούσα από το πρώτο δικαστήριο, όπου με ρώτησαν, να πω ότι δε συμμετείχα στις ενέργειες της οργάνωσης. Δεν το ‘κανα. Κι όμως, ποια θα ήταν η πραγματική αποδεικτική βαρύτητα μιας τέτοιας παραδοχής; Καμία απολύτως. Άλλωστε εσείς γνωρίζετε πολύ καλά ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εγώ στέκομαι απέναντί σας με περηφάνια για την πολιτική μου ιστορία, για τη δράση αυτής της οργάνωσης, κι εσείς καλείστε ή να επικυρώσετε απαθώς την απόφαση του πρώτου βαθμού ή να δικάσετε με βάση τα στοιχεία που έχετε. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Το μόνο που γνωρίζετε για την οργάνωση του Επαναστατικού Αγώνα προκύπτει από την ανάληψη ευθύνης τριών μελών και το θάνατο ενός τέταρτου. Δε γνωρίζετε ούτε πόσα ήταν τα συνολικά μέλη της οργάνωσης ούτε τη δομή της ούτε οτιδήποτε αφορά τη δράση της. Ούτε καν κατά προσέγγιση. Με βάση αυτό, λοιπόν, καλείστε να επικυρώσετε την απόφαση του πρώτου βαθμού όσον αφορά βαριές κατηγορίες που επισείουν χρόνια φυλάκισης. Σε λίγο χρονικό διάστημα συμπληρώνω έξι εκτιτέα χρόνια στη φυλακή. Προσωπικά, για τις ιδέες και τα ιδανικά μου θα μπορούσα να υπομείνω την οποιαδήποτε ποινή. Δεν αισθάνομαι να με βαραίνει συνειδησιακά κάτι, έτσι ώστε να απωλέσω την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος, εκτός απροόπτου, όπως είπα το έχω εκτίσει. Το προηγούμενο διάστημα, εδώ κι ένα χρόνο, το συμβούλιο της φυλακής δε μου χορηγούσε τις τακτικές άδειες που δικαιούμουν ζητώντας μου να μεταμεληθώ και να αποκηρύξω τη δράση της οργάνωσης. Στην ουσία, όχι μόνο με ξαναδίκαζε, αλλά αποζητούσε κάτι χειρότερο από την ποινή. Την ηθική μου εξόντωση. Ούτε αυτό με τρόμαξε. Μπορώ να ζήσω και χωρίς ανάσες ελευθερίας αν το αντίτιμο είναι μια ξεφτίλα εις το διηνεκές. Ωστόσο, βρίσκομαι εδώ από την πρώτη στιγμή. Εισπράττω μια αδιανόητη φθορά από καταστάσεις που κάνεις δε θα θελε να ζήσει και παλεύω με το δικό μου τρόπο απέναντι στον κοινό αντίπαλο. Το ενδιαφέρον για την υπόθεσή μας και συνολικότερα για τις πολιτικές δικές έχει φθίνει. Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, σε προσωπικό επίπεδο, δε θα μου κάνει μεγάλη διαφορά. Σε δικούς μου, όμως, ανθρώπους θα κάνει τεράστια, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Γι’ αυτούς βρίσκομαι εδώ όσον αφορά αυτό το σκέλος. Και γνωρίζω ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον μου από την αρχή. Όμως δεν έχω το δικαίωμα να παραιτηθώ. Γιατί όταν κάποιος άνθρωπος σε στηρίζει κάθε μέρα εδώ και χρόνια και ελπίζει και πλάθει όνειρα για το μέλλον, εσύ δε μπορείς να βουτάς στην κυνικότητα και την παραίτηση. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το δικαστικό σύστημα δεν μας έχει και πολύ σε εύνοια. Το αντίθετο, μάλιστα. Ανήκετε σε ένα μηχανισμό που έχει δώσει πλείστες φορές διαπιστευτήρια στους ισχυρούς αυτής της χώρας. Παρόλα αυτά εγώ το παλεύω ως χρέος σε κάποιους ανθρώπους που με στηρίζουν και στη συνείδησή μου.
Ακόμα, όμως, κι αν το ενδιαφέρον για μια πολιτική δική να είναι μειωμένο, πάντα αξίζει να δοθεί μια πολιτική αντιπαράθεση. Κι εδώ σαφώς υπάρχει μια τέτοια. Από τη μία ο Επαναστατικός Αγώνας, οι δυνάμεις της αντίστασης, οι φορείς ενός άλλου δικαίου κι από την άλλη ένα ειδικό δικαστήριο που επιχειρεί την αποπολιτικοποίηση της ένοπλης δράσης, την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων. Κάθε φορά που δίνεται η δυνατότητα για μια τέτοια μάχη είναι μια όμορφη ημέρα. Κάθε φορά που δίνεται το βήμα σε έναν αγωνιστή να διαλαλήσει την αλήθεια του, να ξεμπροστιάσει τον αντίπαλο είναι μια όμορφη μέρα. Κάθε φορά που η υπεροχή του αγωνιστή επισκιάζει το σκηνικό αντιστρέφοντας τους συσχετισμούς, είναι μια όμορφη μέρα. Κι αυτή εδώ, όπως και η αντίστοιχη στον πρώτο βαθμό, είναι μια όμορφη μέρα για μένα. Για τους συντρόφους που ήρθαν να με στηρίξουν, για τους γονείς μου, για τη συντρόφισσά μου, για τα παιδιά μου που θα θελα να ναι κι αυτά εδώ, είναι μια όμορφη μέρα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί για εκείνους, όλες οι υπόλοιπες μέρες δεν είναι όμορφες. Είναι ξερές, άγονες και μισακές. Όμως μέρες σαν κι αυτή έρχονται να τους υπενθυμίσουν το λόγο που όλες οι υπόλοιπες είναι τόσο άσχημες, τις αιτίες που η ζωή τους έχει πληγωθεί τόσο, αλλά και την περηφάνια που ένας δικός τους άνθρωπος μπήκε μπροστά σε αυτό που όλοι οι σώφρονες άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν συνειδητοποιήσει. Ότι μόνο ο αγώνας ενάντια στο σάπιο καθεστώς της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μπορεί να κάνει τις ζωές τους πλήρεις. Είναι και όμορφη γι’ ακόμη ένα λόγο. Γιατί μέρες σαν κι αυτές μένουν στην ιστορία. Όχι πως έχω καμιά τέτοια ανάγκη, αλλά η ζωή με δίδαξε να έχω υπομονή. Τίποτα δεν χάνεται ή κερδίζεται μέσα σε μια μέρα, όσο όμορφη ή όσο άσχημη κι αν αυτή είναι. Θυμάμαι την αντίστοιχη απολογία μου στο πρωτόδικο όπου μια συντρόφισσα που δε ζει σήμερα ήρθε και με ευχαρίστησε κλαίγοντας που είμαι στον Επαναστατικό Αγώνα. Αυτό για μένα είναι ιστορία και δεν τη χαρίζω σε κανέναν.
Ξέρω πως πολλοί σύντροφοι που αγάπησαν τον Επαναστατικό Αγώνα, που γαλουχήθηκαν από το λόγο και τη δράση του, ίσως να φύγουν με μια αίσθηση πικρίας από αυτό εδώ το δικαστήριο. Δε θα τους αδικήσω. Άλλωστε, είμαι κι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό. Πολλές φορές στον αγώνα αναγκαζόμαστε να κάνουμε ατυχή, πλην επιβεβλημένα πράγματα. Όμως, ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είναι μια ηττημένη οργάνωση. Ακόμη κι αν υπέστη κάποιες ήττες, τα ιδανικά που πρεσβεύει, η αλήθεια του παραμένει ζωντανή και πολλά υποσχόμενη. Με τον ίδιο τρόπο που παραμένει ζωντανή η φλόγα της κοινωνικής επανάστασης στην καρδιά του κάθε αγωνιστή. Με τον ίδιο τρόπο που διατηρείται παρούσα η μνήμη των νεκρών συντρόφων μας. Εκείνη που ηττήθηκε παταγωδώς είναι η άλλη πλευρά. Αυτή είναι μια παντελής πολιτική ήττα. Κάθε αφήγημα από τη μεριά της εξουσίας τα τελευταία χρόνια κατέρρευσε παταγωδώς. Ανεξάρτητα από την τοποθέτηση στο πολιτικό φάσμα, όλοι οι διαχειριστές του μνημονιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης βυθίστηκαν στα τάρταρα. Η απαξίωσή τους είναι καθολική. Αν και ηττημένοι πολιτικά διαθέτουν ακόμα τη δομή του κράτους για να υπερισχύουν. Για πόσο, δε μπορεί να πει ακόμη κάνεις. Σίγουρα όχι για πάντα. Γιατί αυτό θα συνέβαινε όταν θα χάνονταν κάθε βούληση για αντίσταση, κάθε πάθος για λευτεριά, κάθε όραμα για έναν πιο δίκαιο κόσμο. Όταν ο κόσμος του αγώνα θα βούλιαζε στην παραίτηση, στην αμφιβολία, στη θλίψη της εσωστρέφειας. Όταν το αίμα των νεκρών συντρόφων θα έχανε κάθε συμβολισμό ή όταν θα απαξιωνόταν οικτρά. Τότε, την ώρα των σκιών, την ώρα που θα είχαμε χάσει κάθε ακτίνα αισιοδοξίας, κάθε ενδόμυχη ελπίδα για το αύριο, για εκείνους που αγαπούμε, η εξουσία θα έτριβε χαιρέκακα τα χέρια της. Τότε, θα μπορούσε να ελπίζει σε μια παντοτινότητα. Όμως σήμερα δε μπορεί να το κάνει αυτό. Γιατί σήμερα ο Λάμπρος είναι ζωντανός, όπως και ο Αλέξανδρος, ο Χριστόφορος, ο Μιχάλης, ο Κάρλο, ο Χρήστος… Εδώ, μέσα σε αυτήν την αίθουσα βρίσκονται απέναντι σας. Όλοι τους. Γι’ αυτό, οι μέρες αυτής της βαρβαρότητας είναι μετρημένες….
Κώστας Γουρνάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.