«Μα είναι δυνατόν, κύριε υπουργέ, να παρουσιάζετε ασφαλιστικό
νομοσχέδιο, χωρίς προηγουμένως να έχετε κάνει αναλογιστική μελέτη;».
Είναι το καθιερωμένο ερώτημα που υποβάλλουν προς τον Κατρούγκαλο τα
παπαγαλάκια των αστικών ΜΜΕ. Το πρωτοείπε ο Βρούτσης, τον σιγοντάρισε ο
Λοβέρδος και μετά το έκαναν μόνιμο μοτίβο οι παρουσιαστές των
ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, αυτοί οι κατά κανόνα άσχετοι, που
«όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν».
Πρόκειται για ερώτημα κάλπικο, για ερώτημα-παγίδα. Μην κοιτάτε που ο Κατρούγκαλος μειδιά μ' εκείνο το (καλύτερα ν' αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό) χαμόγελό του και λέει διάφορες αρλούμπες. Δεν τον συμφέρει να πει «υπάρχει αναλογιστική μελέτη», γιατί αν το πει, θα του ζητήσουν να την παρουσιάσει κι άμα την παρουσιάσει θα βγει στο φως η πραγματική αλήθεια για το αντιασφαλιστικό έκτρωμα. Τόσο καιρό συζητούν με τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και αυτή τη βδομάδα με την ίδια την τρόικα. Οι ίδιοι έχουν πει -απαντώντας σε δημοσιεύματα ξένων εφημερίδων και διαρροές από τις Βρυξέλλες- ότι έχουν ποσοτικοποιήσει το σχέδιο Κατρούγκαλου και έχουν στείλει τα δεδομένα στους «θεσμούς». Δεν τα δίνουν στη δημοσιότητα, όμως, γιατί όλη η προπαγανδιστική εκστρατεία που προσπάθησαν να στήσουν με το σχέδιο Κατρούγκαλου, θα τιναζόταν στον αέρα, αφού θα αποκαλύπτονταν τα ψέματα για τη λεγόμενη «εθνική σύνταξη» και τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά».
Εχουμε γράψει πολλές φορές και το έχουμε αποδείξει με συγκεκριμένα επιχειρήματα και στοιχεία, ότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι έτοιμο και υπακούει απόλυτα στις απαιτήσεις του Μνημόνιου-3, τις οποίος ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εισηγηθεί, με την πρόταση Τσίπρας στις 22 Ιούνη του 2015. Με την τρόικα συζητούν λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, δε συζητούν το αν θα κοπούν συντάξεις (ο λογαριασμός δε βγαίνει διαφορετικά), αλλά σε τι ύψος θα είναι το κόψιμο φέτος (θ' ακολουθήσουν άλλα κοψίματα τα επόμενα χρόνια, αφού η «προσωπική διαφορά» θα είναι μια δεξαμενή από την οποία θα μπορούν όποτε θέλουν να κόβουν).
Οταν κάποιοι ζητούν αναλογιστική μελέτη, είναι σαν να ζητούν από την κυβέρνηση να τους δώσει ένα κατασκευασμένο μαθηματικό μοντέλο, το οποίο θα δικαιολογεί τις αντιασφαλιστικές ανατροπές. Γιατί αυτό είναι οι αναλογιστικές μελέτες.
Μια αναλογιστική μελέτη (υποτίθεται ότι) είναι μια προβολή στο μέλλον των βασικών χρηματοοικονομικών μεγεθών ενός ασφαλιστικού οργανισμού. Επί τη βάσει ενός μαθηματικού μοντέλου, όχι ιδιαίτερα σύνθετου, προβλέπεται πώς θα εξελιχθούν τα έσοδα και οι δαπάνες του στη χρονική περίοδο για την οποία γίνεται η μελέτη. Φυσικά, οι προβλέψεις γίνονται με βάση ορισμένες παραδοχές. Ορισμένες απ’ αυτές είναι πραγματικές (π.χ. ποια είναι η ακριβής κατάσταση του ασφαλιστικού οργανισμού τη στιγμή που ξεκινά η μελέτη), ενώ και οι υπόλοιπες πρέπει να είναι ρεαλιστικές. Δηλαδή, να στηρίζονται σε επιστημονικές προβλέψεις ως προς την οικονομική και κοινωνική κίνηση και όχι σε αυθαίρετους αριθμούς. Οταν συμβαίνει το πρώτο, τότε τα περιθώρια σφάλματος είναι σχετικά στενά. Οταν συμβαίνει το δεύτερο, δεν έχουμε αναλογιστική μελέτη, αλλά ένα μπαλαμούτι που σκοπό έχει να «αποδείξει» προκάτ συμπεράσματα.
Και στην πρώτη περίπτωση, όμως, όταν η μελέτη στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε ρεαλιστικές προβλέψεις, όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα της προβολής τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από το μαθηματικό μοντέλο.
Πάντως, όσες αναλογιστικές μελέτες γνωρίσαμε μέχρι τώρα στην Ελλάδα (στις αρκετές δεκαετίες που ασχολούμαστε με τα ασφαλιστικά θέματα) ήταν όλες σκέτο μπαλαμούτι. Είχαν εκ των προτέρων δεδομένο το αποτέλεσμα που έπρεπε να βγάλουν και διαμόρφωναν αναλόγως τις παραδοχές τους ώστε να «στηρίζουν» το δεδομένο αποτέλεσμα.
Πρωταθλήτρια στο σπορ του μπαλαμουτιού αναδείχτηκε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, με «επιστημονικό» υπεύθυνο τον πρώην διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας και νυν σύμβουλο του Δραγασάκη Σάββα Ρομπόλη (ναι, αυτόν που εμφανίζεται καθημερινά στα κανάλια και μοστράρεται σαν η απόλυτη αυθεντία στα ασφαλιστικά). Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, λοιπόν, έφτιαξε δύο αναλογιστικές «μελέτες», μία το 2001 και μία το 2005, και κατέληξε σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα ως προς τη βιωσιμότητα του ΙΚΑ και την επάρκεια της ετήσιας κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των εσόδων του. Το 2001, αβαντάροντας απροκάλυπτα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και το νόμο Ρέππα, η αναλογιστική μελέτη του ΙΝΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 1% του ΑΕΠ ετησίως είναι επαρκέστατο για να μην έχει το ΙΚΑ πρόβλημα μέχρι το 2032. Μάλιστα, ο Πολυζωγόπουλος (τότε πρόεδρος της ΓΣΕΕ) συμμετείχε σε σύσκεψη με τους Χριστοδουλάκη και Ρέππα (υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας της κυβέρνησης Σημίτη) και βγαίνοντας δήλωσε καταχαρούμενος ότι το 1% του ΑΕΠ εξασφαλίζει τις συντάξεις του ΙΚΑ μέχρι το 2032, γι' αυτό και δε χρειάζεται το ΙΚΑ να διεκδικήσει τα κλεμμένα αποθεματικά του!
Το 2005, επειδή οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ ήθελαν να εκθέσουν την κυβέρνηση της ΝΔ, έβαλαν το ΙΝΕ να κάνει νέα αναλογιστική μελέτη που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 1% του ΑΕΠ δε φτάνει και πρέπει να γίνει 2,4%! Κανένα πραγματικό δεδομένο δεν είχε αλλάξει μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια. Εκείνο που είχε αλλάξει ήταν η πολιτική σκοπιμότητα. Και μη νομίσετε πως μιλάμε για πενταροδεκάρες. Με τα τότε δεδομένα, η ύψους 1,4% του ΑΕΠ διαφορά ήταν πάνω από 3 δισ. σε ετήσια βάση!
Η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε «ρελάνς», παραγγέλλοντας (επί πληρωμή, φυσικά) αναλογιστική μελέτη στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας, που εκτέλεσε με ευσυνειδησία την παραγγελία του πελάτη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αν δε ληφθούν μέτρα ώστε να αυξηθούν οι πηγές εσόδων του ΙΚΑ ή να μειωθούν οι δαπάνες παροχών του, η οικονομική βιωσιμότητα του ΙΚΑ θα συνεχίσει να χειροτερεύει σημαντικά στο μέλλον». Ακολούθησε ο νόμος Πετραλιά και το χτύπημα στα ΒΑΕ.
Η περίπτωση της «μελέτης» του ΔΓΕ επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά, ότι οι αναλογιστικές μελέτες δεν είναι επιστημονικά εργαλεία, αλλά εργαλεία σκοπιμότητας. Εργαλεία άσκησης πολιτικής από τις κυβερνήσεις (και όχι μόνο). Επειδή το πεδίο αβεβαιότητας είναι πολύ μεγάλο, το εκμεταλλεύονται και αυθαιρετούν, προκειμένου να βγάλουν τα συμπεράσματα που θέλουν, να χειραγωγήσουν συνειδήσεις, να παραλύσουν αντιδράσεις και να προωθήσουν αντιασφαλιστικά μέτρα. Εως τώρα δεν έχει βγει ούτε μία αναλογιστική μελέτη που να μην υπακούει σε τέτοιες σκοπιμότητες, που να προσπάθησε να αποτυπώσει με πιστότητα μια πραγματικότητα και να προβλέψει με αντικειμενικότητα τις προοπτικές της.
Μακριά, λοιπόν, από τις αναλογιστικές προστυχιές. Η εργατική τάξη είναι ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου και ταυτόχρονα το υποζύγιο της φορολογίας (έμμεσης και άμεσης). Απαιτεί πλήρη κοινωνική ασφάλιση για όλους και χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Και δε χρειάζεται αναλογιστικές μελέτες, γιατί αυτό αποτελεί ελάχιστο δικαίωμά της. Αν μπει σε λογική συζήτησης επί «βιωσιμότητας» και αναλογιστικών μελετών, τότε θα βρεθεί να διαπραγματεύεται όχι αυτό που δικαιούται, αλλά τι θα χάσει από την επόμενη αντιασφαλιστική ανατροπή. Αυτό το έργο δεν είναι καινούργιο. Απλώς το ξαναβλέπουμε.
KONTRA
Πρόκειται για ερώτημα κάλπικο, για ερώτημα-παγίδα. Μην κοιτάτε που ο Κατρούγκαλος μειδιά μ' εκείνο το (καλύτερα ν' αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό) χαμόγελό του και λέει διάφορες αρλούμπες. Δεν τον συμφέρει να πει «υπάρχει αναλογιστική μελέτη», γιατί αν το πει, θα του ζητήσουν να την παρουσιάσει κι άμα την παρουσιάσει θα βγει στο φως η πραγματική αλήθεια για το αντιασφαλιστικό έκτρωμα. Τόσο καιρό συζητούν με τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και αυτή τη βδομάδα με την ίδια την τρόικα. Οι ίδιοι έχουν πει -απαντώντας σε δημοσιεύματα ξένων εφημερίδων και διαρροές από τις Βρυξέλλες- ότι έχουν ποσοτικοποιήσει το σχέδιο Κατρούγκαλου και έχουν στείλει τα δεδομένα στους «θεσμούς». Δεν τα δίνουν στη δημοσιότητα, όμως, γιατί όλη η προπαγανδιστική εκστρατεία που προσπάθησαν να στήσουν με το σχέδιο Κατρούγκαλου, θα τιναζόταν στον αέρα, αφού θα αποκαλύπτονταν τα ψέματα για τη λεγόμενη «εθνική σύνταξη» και τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά».
Εχουμε γράψει πολλές φορές και το έχουμε αποδείξει με συγκεκριμένα επιχειρήματα και στοιχεία, ότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι έτοιμο και υπακούει απόλυτα στις απαιτήσεις του Μνημόνιου-3, τις οποίος ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εισηγηθεί, με την πρόταση Τσίπρας στις 22 Ιούνη του 2015. Με την τρόικα συζητούν λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, δε συζητούν το αν θα κοπούν συντάξεις (ο λογαριασμός δε βγαίνει διαφορετικά), αλλά σε τι ύψος θα είναι το κόψιμο φέτος (θ' ακολουθήσουν άλλα κοψίματα τα επόμενα χρόνια, αφού η «προσωπική διαφορά» θα είναι μια δεξαμενή από την οποία θα μπορούν όποτε θέλουν να κόβουν).
Οταν κάποιοι ζητούν αναλογιστική μελέτη, είναι σαν να ζητούν από την κυβέρνηση να τους δώσει ένα κατασκευασμένο μαθηματικό μοντέλο, το οποίο θα δικαιολογεί τις αντιασφαλιστικές ανατροπές. Γιατί αυτό είναι οι αναλογιστικές μελέτες.
Μια αναλογιστική μελέτη (υποτίθεται ότι) είναι μια προβολή στο μέλλον των βασικών χρηματοοικονομικών μεγεθών ενός ασφαλιστικού οργανισμού. Επί τη βάσει ενός μαθηματικού μοντέλου, όχι ιδιαίτερα σύνθετου, προβλέπεται πώς θα εξελιχθούν τα έσοδα και οι δαπάνες του στη χρονική περίοδο για την οποία γίνεται η μελέτη. Φυσικά, οι προβλέψεις γίνονται με βάση ορισμένες παραδοχές. Ορισμένες απ’ αυτές είναι πραγματικές (π.χ. ποια είναι η ακριβής κατάσταση του ασφαλιστικού οργανισμού τη στιγμή που ξεκινά η μελέτη), ενώ και οι υπόλοιπες πρέπει να είναι ρεαλιστικές. Δηλαδή, να στηρίζονται σε επιστημονικές προβλέψεις ως προς την οικονομική και κοινωνική κίνηση και όχι σε αυθαίρετους αριθμούς. Οταν συμβαίνει το πρώτο, τότε τα περιθώρια σφάλματος είναι σχετικά στενά. Οταν συμβαίνει το δεύτερο, δεν έχουμε αναλογιστική μελέτη, αλλά ένα μπαλαμούτι που σκοπό έχει να «αποδείξει» προκάτ συμπεράσματα.
Και στην πρώτη περίπτωση, όμως, όταν η μελέτη στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε ρεαλιστικές προβλέψεις, όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα της προβολής τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από το μαθηματικό μοντέλο.
Πάντως, όσες αναλογιστικές μελέτες γνωρίσαμε μέχρι τώρα στην Ελλάδα (στις αρκετές δεκαετίες που ασχολούμαστε με τα ασφαλιστικά θέματα) ήταν όλες σκέτο μπαλαμούτι. Είχαν εκ των προτέρων δεδομένο το αποτέλεσμα που έπρεπε να βγάλουν και διαμόρφωναν αναλόγως τις παραδοχές τους ώστε να «στηρίζουν» το δεδομένο αποτέλεσμα.
Πρωταθλήτρια στο σπορ του μπαλαμουτιού αναδείχτηκε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, με «επιστημονικό» υπεύθυνο τον πρώην διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας και νυν σύμβουλο του Δραγασάκη Σάββα Ρομπόλη (ναι, αυτόν που εμφανίζεται καθημερινά στα κανάλια και μοστράρεται σαν η απόλυτη αυθεντία στα ασφαλιστικά). Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, λοιπόν, έφτιαξε δύο αναλογιστικές «μελέτες», μία το 2001 και μία το 2005, και κατέληξε σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα ως προς τη βιωσιμότητα του ΙΚΑ και την επάρκεια της ετήσιας κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των εσόδων του. Το 2001, αβαντάροντας απροκάλυπτα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και το νόμο Ρέππα, η αναλογιστική μελέτη του ΙΝΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 1% του ΑΕΠ ετησίως είναι επαρκέστατο για να μην έχει το ΙΚΑ πρόβλημα μέχρι το 2032. Μάλιστα, ο Πολυζωγόπουλος (τότε πρόεδρος της ΓΣΕΕ) συμμετείχε σε σύσκεψη με τους Χριστοδουλάκη και Ρέππα (υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας της κυβέρνησης Σημίτη) και βγαίνοντας δήλωσε καταχαρούμενος ότι το 1% του ΑΕΠ εξασφαλίζει τις συντάξεις του ΙΚΑ μέχρι το 2032, γι' αυτό και δε χρειάζεται το ΙΚΑ να διεκδικήσει τα κλεμμένα αποθεματικά του!
Το 2005, επειδή οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ ήθελαν να εκθέσουν την κυβέρνηση της ΝΔ, έβαλαν το ΙΝΕ να κάνει νέα αναλογιστική μελέτη που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 1% του ΑΕΠ δε φτάνει και πρέπει να γίνει 2,4%! Κανένα πραγματικό δεδομένο δεν είχε αλλάξει μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια. Εκείνο που είχε αλλάξει ήταν η πολιτική σκοπιμότητα. Και μη νομίσετε πως μιλάμε για πενταροδεκάρες. Με τα τότε δεδομένα, η ύψους 1,4% του ΑΕΠ διαφορά ήταν πάνω από 3 δισ. σε ετήσια βάση!
Η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε «ρελάνς», παραγγέλλοντας (επί πληρωμή, φυσικά) αναλογιστική μελέτη στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας, που εκτέλεσε με ευσυνειδησία την παραγγελία του πελάτη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αν δε ληφθούν μέτρα ώστε να αυξηθούν οι πηγές εσόδων του ΙΚΑ ή να μειωθούν οι δαπάνες παροχών του, η οικονομική βιωσιμότητα του ΙΚΑ θα συνεχίσει να χειροτερεύει σημαντικά στο μέλλον». Ακολούθησε ο νόμος Πετραλιά και το χτύπημα στα ΒΑΕ.
Η περίπτωση της «μελέτης» του ΔΓΕ επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά, ότι οι αναλογιστικές μελέτες δεν είναι επιστημονικά εργαλεία, αλλά εργαλεία σκοπιμότητας. Εργαλεία άσκησης πολιτικής από τις κυβερνήσεις (και όχι μόνο). Επειδή το πεδίο αβεβαιότητας είναι πολύ μεγάλο, το εκμεταλλεύονται και αυθαιρετούν, προκειμένου να βγάλουν τα συμπεράσματα που θέλουν, να χειραγωγήσουν συνειδήσεις, να παραλύσουν αντιδράσεις και να προωθήσουν αντιασφαλιστικά μέτρα. Εως τώρα δεν έχει βγει ούτε μία αναλογιστική μελέτη που να μην υπακούει σε τέτοιες σκοπιμότητες, που να προσπάθησε να αποτυπώσει με πιστότητα μια πραγματικότητα και να προβλέψει με αντικειμενικότητα τις προοπτικές της.
Μακριά, λοιπόν, από τις αναλογιστικές προστυχιές. Η εργατική τάξη είναι ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου και ταυτόχρονα το υποζύγιο της φορολογίας (έμμεσης και άμεσης). Απαιτεί πλήρη κοινωνική ασφάλιση για όλους και χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Και δε χρειάζεται αναλογιστικές μελέτες, γιατί αυτό αποτελεί ελάχιστο δικαίωμά της. Αν μπει σε λογική συζήτησης επί «βιωσιμότητας» και αναλογιστικών μελετών, τότε θα βρεθεί να διαπραγματεύεται όχι αυτό που δικαιούται, αλλά τι θα χάσει από την επόμενη αντιασφαλιστική ανατροπή. Αυτό το έργο δεν είναι καινούργιο. Απλώς το ξαναβλέπουμε.
KONTRA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.